Το πιάτο

Πάνω από κάθε πόρτα υπήρχε κι από ένα πιάτο. Συνολικά τέσσερα πιάτα. Το σπίτι κτίστηκε το εννιακόσια δεκαοχτώ μόλις γύρισε από την Αμερική ο παππούς. “Δεν θα τους τα αφήσω” είπε ο πατέρας στη μάνα μας που τον κοίταζε συλλογισμένη και της είπε για το σχέδιο που κατέστρωσε. Κάθε βράδυ στο σκοτάδι -γιατί οι οδηγίες ήταν σαφείς για το τι θα ακολουθούσε- έβαζε μια μικρή σκάλα και κτυπούσε προσεχτικά τον γύψο γύρω από τα δύο πιάτα που ήταν έξω μέχρι που τα ξεκόλλησε. Κάλυψε τον χώρο που δημιουργήθηκε με νέο γύψο. Αυτά που ήταν μέσα στο σπίτι ήταν πιο εύκολο.
Κάποια μέρα, όταν οι πιέσεις εντάθηκαν, φόρτωσαν ό,τι μπορούσαν στο φορτηγό και πήραν το δρόμο της προσφυγιάς αφού γονάτισαν πρώτα και φίλησαν το χώμα της αυλής του σπιτιού τους μπροστά στο βένετο ξωπόρτι.
Μάθαμε ότι έκτισαν τις πόρτες, έκτισαν τα παράθυρα, χάλασαν το ένα δωμάτιο, χάλασαν τον φούρνο, έκοψαν τα δέντρα, ο ευκάλυπτος γονάτισε και τίποτε δεν θυμίζει το σπίτι μας.
Εμείς όμως, το ξανακτίζουμε. Το κτίζουμε μέσα μας γύρω απ’αυτά τα πιάτα. Και μας περιμένει.

ΝΝ-Χ
Νίκος Νικολάου Χατζημιχαήλ
απο Κάρβας

Leave a Reply