(Δηλαδή η Αμόχουστος κρατά από τη θεμελίωση του κόσμου, από τότε που κτίστηκε η κιβωτός του Νώε κι από τότε που δείχτηκε ο έρωτας κι η πικραμένη αγάπη, από τότε δηλαδή που φύτρωσε η ζωή πάνω στον πλανήτη μας.)
Κατά την εποχή της Ενετοκρατίας ήρθαν και Εβραίοι κι εγκαταστάθηκαν στην Αμμόχωστο, και όπως μας πληροφορεί ο Εβραίος Ηλίας από το Pesaro, που εγκαταστάθηκε κι αυτός στην Αμμόχωστο στα 1563, υπήρχε στην πόλη μια μεγάλη κι ωραία Συναγωγή, που τη στήριζαν 25 Εβραϊκές οικογένειες. «Πουθενά αλλού της Κύπρου δεν υπάρχουν Εβραίοι» γράφει. Εκείνο που του έκαμε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το ψωμί «που δεν είδε ποτέ του τόσο καλό ψωμί, όσο αυτό της Αμμοχώστου, αλλά ήταν ακριβό». Βέβαια τα ολοσίταρα ψωμιά της Μεσαριάς ήταν περίφημα από τα αρχαία χρόνια κι οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές, όπως ο Εύβουλος, τα εξυμνούν: «Μα είναι φοβερό να δης και να τα προσπεράσεις της Κύπρου τα ψωμιά και καβαλλάρης νασαι», γράφει.
Αλλά ο Ιταλός μοναχός Ιάκωβος de Verona μας δίνει πληροφορίες και για την υπόγεια εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοσπηλιώτισσας, που βρίσκεται στο Κάτω Βαρόσι. Οι Λατίνοι την αναφέρουν ως Sancta Maria della Cava.
Εκεί τέλεσε τη θεία λειτουργία, γράφει, «και όλοι, έμποροι και προσκυνητές, ναύτες και το πλήρωμα του πλοία εκκλησιάστηκαν και πρόσφεραν μια μεγάλη λαμπάδα στην παναγία, που της είχαν κάμει τάμα, όταν βρέθηκαν σε κίνδυνο στη θάλασσα. Η εκκλησία, λέει, είναι μια σπηλιά και κατεβαίνεις κάτω με 36 σκαλοπάτια. Εκεί μένουν συνεχώς τρεις παπάδες και λειτουργούν για το πλήθος των προσκυνητών».
Τη Χρυσοσπηλιώτισσα την αναφέρει κι ένας άλλος Ιταλός ο Nivolai Martoni, που επισκέφθηκε την Αμμόχωςστο στα 1394. την αναφέρει σαν μιαν πολύ κομψή εκκλησία, στην οποία πηγάινει πολύς κόσμος, Λατίνοι και Έλληνες, για να προσευχηθούν».
Ένας άλλος περιηγητής ο Ολλανδός Cornelis van Bruyn, που επισκέφθηκε την Κύπρο στα 1683, κάτι περισσότερο από 100 χρόνια μετά την τουρκική κατάκτηση, γράφει πως ταξιδεύοντας από τη Λάρνακα στην Αμμόχωστο έφτασε σε ένα χωριό που το έλεγαν Σπηλιώτισσα, κι ότι εκεί υπήρχε μια υπόγεια εκκλησιά με το ίδιο όνομα, κι ότι τον πήραν εκεί οι Έλληνες για να τη δεί. «Εκεί κατεβαίνεις κάτω με 24 σκαλοπάτια», γράφει. «Η εκκλησιά είναι λαξευμένη σε βράχο κι έχει ένα πηγάδι κι ένα θάλαμο, όπου υπάρχουν ίχνη αρχαίων ζωγραφιών.
Το χωριό Σπηλιώτισσα, βέβαια, δεν είναι άλλο από το σημερινό Κάτω Βαρόσι, που στα 1683 λεγόταν, φαίνεται, Σπηλιώτισσα. Το πηγάδι είναι το αγίασμα αλλά τα σκαλοπάτια κατά τον Ban Bruyn ήταν τώρα 24 αντί 36 που μας είπε ο Ιταλός μοναχός de Verona. Φαίνεται πως στο διάστημα 350 χρόνων τόσα θα έμεινα, εκτός αν ένας από τους δυο δεν τα μέτρησε καλά.
Ο Λεόντιος Μαχαιράς δεν αναφέρει τη Σπηλιώτισσα αλλά αποκλαλεί την πόρτα της στεριάς της Αμμοχώστου «Πόρταν της Κάβας» που είναι φανερό πως λεγόταν έτσι, γιατί έβλεπε προς το Κάτω Βαρόσι που ήταν η εκκλησιά της Κάβας δηλ. της Σπηλιάς.
Μετά το 1261 που η πόλις ʼκρα, το σπουδιαότερο οχυρό των Σταυροφόρων, έπεσε στα χέρια των Μαμελούκων Τούρκων, η Αμμόχωστος κατέκτησε όλη την εμπορική κίνηση της Μεσογείου, που ερχόταν από την Ανατολή προς τη Δύση κι ανέβηκε στην κορφή όλων των εμπορικών πόλεων αυτής της θαλάσσιας περιοχής.
Η Τύρος, η Αττάλεια και η Σμύρνη δεν μπορούσαν να συγκριθούν μαζί της. Η Αμμόχωστος μοιραζόταν με την Κ/πολη και την Αλεξάνδρεια την αδιαφιλονίκητη υπεροχή στο εμπόριο που ερχόταν από την Ανατολή. Ούτε η Βενετία ούτε η Γένουα μπορούσαν να καυχιούνται πως είχαν πλουσιότερους εμπόρους, καλύτερες αγορές, περισσότερες ποσότητες προϊόντων απ όλες τες χώρες του τότε γνωστού κόσμου πιο πολλά πανδοχεία και πολυαριθμότερους ξένους, εμπόρους, προσκυνητές της Αγίας Γης και ταξιδιώτες που έρχονταν από μακρινές και διάφορες χώρες. Ήταν τότε ο χρυσός αιώνας της Αμμοχώστου.
Ένας Γερμανός παπάς, ο Ludolf από το Suchen της Βεστφαλίας, που επισκέφθηκε την Αμμόχωστο γύρω στα 1336 γράφει: «Η Αμμόχωστος είναι το λιμάνι όλης αυτής της θάλασσας και του βασιλείου και τόπος συνάντησης εμπόρων και προσκυνητών. Είναι η πιο πλούσια απ όλες τες πόλεις και οι πολίτες της είναι οι πλουσιώτεροι των ανθρώπων. Ένας πολίτης κάποτε αρραβώνιασε την κόρη του και τα κοσμήματα που είχε στο κάλυμμα της κεφαλής της εκτιμήθηκαν από τους Γάλλους ιππότες, που ήρθαν μαζί μας, σαν πιο πολύτιμα απ όλα τα κοσμήματα της βασίλισσας της Γαλλίας. Κάποιος έμπορος αυτής της πόλης πούλησε στον Σουλτάνο μια βασιλική σφαίρα από χρυσάφι, που είχε πάνω της τέσσερεις πολύτιμες πέτρες, ένα ρουμπίνι, ένα σμαράγδι, ένα ζαφείρι κι ένα μαργαριτάρι, για εξήντα χιλιάδες φλορίνια και κατόπι ζήτησε ν αγοράσει πίσω εκείνη της σφάιρα για εκατό χιλιάδες φλορίνια και δεν του την έδωσαν».
Αυτά που λέει ο Γερμανός παπάς επιβεβαιώνονται από τον δικό μας τον Λεόντιο Μαχαιρά, που γράφει: «Εις την Αμόχουστον ήτον πλήθος του πλούτου, ούλοι άρχοντες, πλούσιοι, ως γοιόν ήτον ο σιρ Φρασές ο Λαχανεστούρης και ο αδελφός του ο σιρ Νικόλ ο Λαχανεστούρης. Και δεν ημπορώ να γράψω την πλουσιότηταν την είχαν, διατί τα καραβία τους χριστιανούς δεν ετολμούσαν απού έρχουνταν από την Δύσην να πραματευθούν αλλού, παρά εις την Κύπρον. Και όλες οι τραφίκες (=συναλλαγές, εμπόριο) της Σουρίγιας εις την Κύπρον εγίνουνταν. Διατί ήτζου ήσαν ωρισμένοι και διαφεντεμένοι (προσταγμένοι) από τον αγιώτατον πάπαν απάνω εις αφορισμόν, να έχουν το κέρδος οι πτωχοί οι Κυπριώτες, διατί είναι απλικεμένοι (=εγκατεστημένοι) απάνω εις μιαν πέτραν εις την θάλασσαν, και από τη μίαν μερίαν είναι οι εχθροί του θεού, οι Σαρακηνοί, και από την άλλην οι Τούρκοι. Και διατί είναι κοντά η Συργιά εις την Αμόχουστον επέμπαν τα καραβία τους και εκουβαλούσαν τα πράματα εις την Αμόχουστον και είχαν κουμέσους smile emoticon πράκτορες) και επουλούσαν τες, τον Φρασές τον Λαχανεστούρην και τον αδελφόν του. Και άνταν νάρταν τα ξύλα (=καράβια) της Βενετίας, της Γενούβας, της Φλουρέντζας, της Πίζας, της Καταλωνίας και ούλης της Δύσης, εύρισκαν τας σπετζίας (μπαχαρικά) και εί τι χρήζουνταν, εφορτώνναν και επηγαίνναν εις την Δύσιν. Και δια τούτο ήσαν πλούσιοι οι Αμοχουστιανοί και εφθονίστην ο τόπος ότι ερημάστην και το πλούτος εστράφην εις τους Σαρακηνούς». Εννοεί την Γενουατική κατάληψη της Αμμοχώστου, που κράτησε σχεδόν ένα αιών από το 1373 ως το 1464.
Και συνεχίζει ο Μαχαιράς: «Και να σας ειπώ μερτικόν απέ την αρχοντίαν την είχεν ο σιρ Φρασές Ουλαχά. Και εις πολλά καλέσματα, τα εποίκεν του ρε Πιέρ (=του ρήγα Πέτρου) εις την Αμόχουστον, εποίκεν του έναν κάλεσμαν και όλους τους αφέντες και τους καβαλλάρηδες. Αληθώς ότι ούλοι οι Συριανοί της Αμοχούστου τον αυτόν τρόπον επολομούσαν (=έκαμναν) με τους καβαλλάρηδες, αμμέ ο αυτός ο σιρ Φρασές πολλά εξαίσια και με τον ρήγαν πολλές φορές. Μιαν φοράν ήρτεν έσσω του τον Γεννάρην, οι ποίος σιρ Φρασές απέ την χαράν του και να δείξει την αρχοντιάν του, έβαλεν ξυλαλάν γ, δ γομάρια σαντίς ξύλα και εμαγείρεψαν τα φαγητά».
Ανοίγω μια παρένθεση εδώ για να εξηγήσω τι είναι ο ξυλαλάς και ποια σημασία πρέπει να δοθεί στη χειρονομία αυτή του Λαχανεστούρη. Ο ξυλαλάς είναι η ξυλαλόη από το ξύλο της οποίας έβγαινε το πολύτιμο μύρο η αλόη, που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη: «Ήλθε δε και Νικόδημος φέρων μείγμα σμύρνης και αλόης… και έδησαν το σώμα του Ιησού μετά των αρωμάτων».
Ο ξυλαλάς λοιπόν ήταν ξύλο αρωματικό πανάκριβο, που το έφερναν από τις Ινδίες και που το είχαν σε μεγάλη εκτίμηση. Στα Εκατόλ λόγια αναφέρεται πως ο ερωτευμένος νέος:
Εξώδκιασεν στημ πόρταν της εννιά πύρκους λουβάριν
Τζι εξηνταπέντε ξυλαλάν τζι εφτά μαρκαριτάριν
Τζιαι λόομ που το στόμαν της δεν ημπορεί να πάρει.
Επανέρχομαι όμως στον Μαχαιράν που συνεχίζει την ιστορία του με τον Λαχανεστούρη: «Και άνταν εδείπνησεν ο ρήγας με τους παρούνηδες smile emoticon βαρώνους) και ούλους τους αφέντες, εκάτζαν χαμηλά και επαίζαν το ζάριν. Και εθέλησε να τους δείξει έναν μερτικον ου θησαυρού του. Και ώρισεν και εφέραν μίαν μεγάλην σανίαν, οπού την εβαστάξαν δ ανομάτοι, γεμάτην μαργαριτάριν χοντρόν και πέτρες ατίμητες, και ίχια μέσα δ λυχνάρια, τουτέστιν ακαρπάγκουλα (πολύτιμες πέτρες με λαμπερό χρώμα σαν τη φωτιά). Και εχένωσεν εις την γωνίαν του σπιτίου, εχένωσεν δουκάτα, ως γοιόν νάχεν είσταιν σιτάριν. Και εις τες άλλες γωνίες γροχία και σεραφία.»
«Ήτον χειμώνας και εις την τζιμνίαν κορμία ξυλαλάς και κανουνία αργυρά (=καπνοδόχος ασημένια). Και ξυλαλάν επυρώννουνταν». Ζεσταίνονταν δηλ. με ξυλαλάν για να γεμίζει το σπίτι με άρωμα. «Και άπλωσεν πευκία μεταξωτά π΄ (ογδόντα) και εις μερτικόν εκάθουνταν». Φαντασθήτε τι κάμαρα θα ήταν και πόσα πεύκια άπλωσε για να κάθουνται τόσοι άνθρωποι στο ένα μέρος των πευκιών μονάχα. «Και ήσαν σκεπασμένα τα δουκάτα και οι μονέδες. Και τότες ώρισεν και εσβήσαν τες φωτιές και την σανίαν έβαλέν την ίχια μέσα και αποσκέπασέν την και εφέγγαν τα λυχνάρια (=οι πολύτιμες πέτρες, τα «ακαρπάγκουλα») ως γοιόν τα κάρβουνα τα απτούμενα». Και πολλοί από τους καβαλλάρηδες αχόρταγοι και πτωχοί εβάλαν τα χέρια τους και πασαείς επίασεν αππόθεν του φάνην και επήραν του μιαν μεγάλην καντιτάν (=ποσότητα). Και ό,τι του πήραν δεν του εφάνην τίπότες».
«Ο ποίος επολόμαν (=έκαμνε) κατά την πίστιν του πολλά ψυσικά», συνεχίζει ο Μαχαιράς, και «έκτισεν και την εκκλησίαν τους Νεστούρηδες απού γης».
Ο Μαχαιράς μας διηγείται ακόμα ένα χαριτωμένο επεισόδιο με τον Λαχανεστούρην που αξίζει να το διηγηθούμε. «Εις τους ατνθ smile emoticon 1539) ήρτεν εις την Αμμόχουστον ενείς Κατελάνος με έναν καράβιν δικόν του και ήτον κουρσάρης. Και έφερεν μετά του μίαν πέτραν πρετζιούζαν smile emoticon πολύτιμη) γροικώντα την πλουσιότηταν της Κύπρου, δια να την πουλήση. Και τινάς δεν επήγεν να την αγοράση. Και εδυσφάμιασεν (εδυσφήμισε) την Κύπρον. Και επήγαν και είπαν το του Λαχανεστούρη. Και εβγήκεν και επήγεν εις το καράβιν και εσύντυχεν με τον καραβοκύρην και λαλεί του. «δείξε μου την τζόγιαν (Ιτ. Gioia = πολύτιμη πέτρα), όπου έφερες να πουλήσεις. Και είπαν μου πως εριφούτιασες smile emoticon εδυσφήμισες) τους κυπριώτες και εγώ είμαι ο περίτου πτωχός και ήρτα να την αγοράσω». Και θωρώντα τον ο καραβοκύρης με τα παπούγκια του τα κατζούφτερνα ( = παπούτσια με καθισμένρς τις φτέρνες τους) είπεν του «άμε στο καλόν και είναι αντροπή να συντύχω μετά σου». Και ο Λαχανεστούρης λαλεί του «λαλώ σου, δείξε μου την». Και βιγλίζει (δικλά, κοιτάζει) ο καραβοκύρης και θωρεί τον πως εφόρεν δ δακτυλίδια πρετζιόζα. Δείχνει του την πέτραν και σάζουνται δια δ χιλιάδες δουκάτα. Και εβγάλλει τα δακτυλίδια και διδεί του τα δια αραβώναν ( = καπάρο) και λαλεί του «δός μου την πέτραν κι έλα μιτά μου να σε πλερώσω». Και παίρνει την πέτραν και πάσιν έσσω του. Και λαλεί του «κάτσε να φάμεν». Και ήτον Τετράδη και πέμπει και αγοράζει κουκκία. Και πγιάννει την πέτραν και βάλλει την εις το γδιν και κοπανίζει την. Θωρώντα τον ο καραβοκύρης πως ετσάκκισεν την πέτραν, ήθελεν να τον σκοτώσει. Λαλεί του, «αδελφέ, δεν την αγόρασα; Κάτσε να φάμεν και αν δεν σε κουσεντιάσω ( = ικανοποιήσω) έχεις δίκαιον να παραπονηθείς». Και μοναύτα εποίκεν την πέτραν ως σγοιόν αρτύματα και έβαλέν την εις τα κουκκία και εφάγαν. Και όσον εφάγαν, επήρεν τον εις τα μαχαζένια. Και θωρώντα τόσον πλήθος ασήμιν, χρυσάφιν, σπέτζιες, είπεν του «δε, απόθεν έχεις απλαζίριν ( = ευχαρίστηση) να σε πλερώσω;» θωρώντα έμεινες πολλά σπαβεντιασμένος ( = θαμπωμένος ) ο καραβοκύρης … και εσάστην και επούλησεν του και το καράβιν για ς΄ χιλιάδες δουκάτα».
Για τα πλούτη της Αμμοχώστου τα ίδια λέει κι ο ανώνυμος ʼγγλος, που επισκέφθηκε την Αμμόχωστο στα 1344: «Εκεί στην Αμμόχωστο, λέει, διαμένουν έμποροι από τη Βενετία, τη Γένουα, την Καταλωνία και Σαρακηνοί από τις χώρες του Σουλτάνου…, που ζουν όπως οι κόμητες και οι βαρώνοι. Έχουν άφθονο χρυσάφι κι ασήμι. Όλα τα πολύτιμα πράγματα του κόσμου μπορεί να βρίσκουνται στα χέρια τους».
Μ αυτά τα τεράστια πλούτη, μ αυτήν την πληθωρική εμπορική κίνηση, μ αυτά τα πελώρια τείχη με τους πανίσχυρους προμαχώνες, η Αμμόχωστος φάνταζε στα μάτια όλων όσοι την έβλεπαν σαν μια πολιτεία απόρθητη και πανάρχαια, και σαν τέτοια πέρασε στους θρύλους του Κυπριακού λαού και τραγουδήθηκε στα Εκατόλ Λόγια της Αγάπης:
Παφής εχτίστ η Τζιβωτός τζιαι θεμελιώθην κόσμος
Τζι εχτίστην το τετράποδον οπού κρατεί τον κόσμον,
Εχτίστην τζι η Αγιά Σοφκιά, της Τζύπρου το ρηάτον,
Τζι εχτίστην τζι Αμόχουστος με το Κωνσταντινάτον,
Τότες εδείχτην έρωτας, εδείχτην το ζιννάπιν,
Εδείχτηκεν τζιαι το φιλίν τζι η πικραμμένη αγάπη.
Δηλαδή η Αμόχουστος κρατά από τη θεμελίωση του κόσμου, από τότε που κτίστηκε η κιβωτός του Νώε κι από τότε που δείχτηκε ο έρωτας κι η πικραμένη αγάπη, από τότε δηλαδή που φύτρωσε η ζωή πάνω στον πλανήτη μας.
Κυριάκος Χατζηιωάννου
( φωτο: προσωπικό αρχείο , 2013 )