Αγγειοπλάστες

Τα αγγεία αυτά συγκρινόμενα με εκείνα των άλλων κέντρων αγγειοπλαστικής παράδοσης διαφέρουν ως προς το χρώμα και την τεχνική κατασκευής τους. Είναι συνήθως ανοικτόχρωμα αγγεία του νερού, οι στάμνες οι λεγόμενες κούζες, σε διάφορα μεγέθη με τοπικές ονομασίες. Τα αγγεία αυτά τα κατασκεύαζαν άντρες αγγειοπλάστες, οι ‘κουζάριδες’. Τόσον ο πηλός όσο και η τεχνοτροπία κατασκευής τους διέφεραν από τα άλλα κέντρα. Τα κατασκεύαζαν με τη χρήση ποδοκίνητου τροχού κεραμικής. Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν ήταν ανάμειξη δύο ειδών αργίλου. Από τον ποταμό της ΄Εγκωμης έπαιρναν τον ασπριδερό αμμώδες είδος και το χρωμάτιζαν ελαφρά με το κόκκινο είδος αργίλου από την περιοχή της Δερύνειας. Οι αναλογίες που χρησιμοποιούσαν ήταν οικογενειακό μυστικό από πατέρα σε γιο, το οποίο μετέφεραν άγραφο από γενεά σε γενεά. Η ανάμειξη τους ήταν τέτοια ώστε να δίνει το ποθούμενο χρώμα και την καλή ποιότητα του αγγείου τους ώστε το νερό διερχόμενο από τους πόρους να κρατεί το περιεχόμενο της κούζας δροσερό.
Τα μεγάλα αγγεία τα κατασκεύαζαν σε δύο στάδια στον τροχό κεραμικής. Κατασκεύαζαν
πρώτα το κυρίως σώμα του αγγείου και μετά, σε δεύτερο στάδιο το λαιμό του αγγείου. Τέλος πρόσθεταν τα χέρια. Λόγω του μεγέθους τους χρειαζόταν μεγάλη δεξιοτεχνία και δύναμη για το ‘τράβηγμα’ του αγγείου στον τροχό. Πολλές φορές τα διακοσμούσαν με κυματοειδή χτενιστή διακόσμηση.
Τα μικρότερα αγγεία τα κατασκεύαζαν μονοκόμματα σε ένα στάδιο όπως τα λαγήνια, τις κουκκουμάρες, τα κουζιά, τις καμηλαρίσιμες βάττες. Όπου χρειαζόταν προσθήκη χεριών αυτό γινόταν σε μεταγενέστερο στάδιο. Παλαιότερα οι βάσεις των αγγείων ήταν στρογγυλεμένες και έμπαιναν στον κορυποστάτη ή κουζοστάτη. Αργότερα για πρακτικούς λόγους οι βάσεις έγιναν κοφτές.
Χαρακτηριστικά είναι και τα μικρά ανθρωπόμορφα αγγεία όπως κουκκουμάρες, λαήνια, κουζιά, κ.α. διακοσμημένα με πλαστική διακόσμηση με στοιχεία όπως ανθρώπινες μορφές, ανάγλυφα ζώα, μικρά αγγεία, φίδια, φυτά, με στοιχεία που θυμίζουν φιγούρες από το παρελθόν. Ακολουθούσε το στέγνωμα των αγγείων και μετά το ψήσιμο σε μεγάλα καμίνια από ξύλα. Σύμφωνα με γραπτές πληροφορίες στην οδό Ερμού στο Βαρώσι κάθε δεύτερο σπίτι αποτελούσε κουζάρικο (Α. Μιχαηλίδου, Λευκωσία 1970, 120). Τις απογευματινές ώρες το θέαμα με τα αναμμένα καμίνια ήταν εντυπωσιακό.
Τα στοιβαγμένα αγγεία σε σωρούς έξω στους δρόμους αποτελούσε μια ξεχωριστή εικόνα. Ήταν ένας τρόπος προβολής και διάθεσης τους. Όμως ο καπνός που εξέπεμπε η καύση των ξύλων σιγά-σιγά ανάγκασε τα εργαστήρια να εγκαταλείψουν το κέντρο της πόλης και να δημιουργήσουν νέους μεγάλους εργαστηριακούς χώρους εκτός της πόλης, στα προάστια με παραγωγή που διέθεταν σε όλες τις πόλεις και χωριά του νησιού. Η αγγλική κατοχή βρήκε το Βαρώσι ένα αναπτυγμένο κέντρο αγγειοπλαστικής παράδοσης (Scott Stevenson 1880, 283). Μάλιστα πολλά από αυτά μέσω του λιμανιού τα εξήγαν με προορισμό τις γειτονικές αραβικές χώρες και την Τουρκία (Α. Πιερίδου 1980, 94). Η μικρή ψαράδικη πολίχνη με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο. Όπως ήταν φυσικό ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με τη χρήση ντόπιων προϊόντων έφερε μεγάλη ανάπτυξη στον τομέα της αγγειοπλαστικής. Αργότερα όμως με την βιομηχανική ανάπτυξη κατά τα μέσα του 20ου αιώνα και τη διασωλήνωση του νερού στα σπίτια σιγά-σιγά η ανάγκη σε στάμνες άρχισε να μειώνεται.
Παρά το ότι η πόλη της Αμμοχώστου ήταν από τις πρώτες πόλεις που δέχτηκαν οργανωμένο τουρισμό μετά την ανεξαρτησία παρέμεινε πιστή στη λαϊκή αγγειοπλαστική παράδοση του Βαρωσιού (Α. Πιερίδου 1993,57)
Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας

Leave a Reply