Οι Καμηλάρηδες
Ανάμεσα στα διάφορα ζώα , ίππους, μουλάρια , γαϊδούρια που χρησιμοποιήθηκαν σαν μεταφορικό μέσο στην Κύπρο μας στους περασμένους αιώνες και στις αρχές του αιώνα μας, είναι και η καμήλα που χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη κλίμακα στη μεταφορά διαφόρων προϊόντων και εμπορευμάτων γιατί ήταν ζώο λιτοδίαιτο , άντεχε πολύ στην πείνα και τη δίψα. Μπορούσε να μεταφέρει στη ράχη της φορτίο 200 250 οκάδες, που κανένα άλλο ζώο μπορούσε να βαδίσει τόσες μεγάλες αποστάσεις και να μεταφέρει τόσο βάρος.
Είναι πραγματικά λιτοδίαιτο ζώο γιατί είναι ζώο φυτοφάγο. Μπορεί να τρέφεται για εβδομάδες ολόκληρες με αποξηραμένα χόρτα και στην ανάγκη με παλιά καλάθια και μεταχειρισμένες ψάθες. Στον καιρό τρέφεται αποκλειστικά με λαψάνες που αφθονούσαν στα δημητριακά πριν ευρεθούν και χρησιμοποιηθούν τα ζιζανιοκτόνα. Οι γεωργοί περίμεναν από τους καμηλιέρηδες ν απαλλάξουν ολόκληρες εκτάσεις σιτηρών από τις λαψάνες που κατέπνιγαν τη σπορά τους στους μήνες Μάρτη και Απρίλη. Τρέφεται ακόμη με παντός είδους σπόρους και ακατάλληλα για φαΐ όσπρια, ούτε πληγώνεται το στόμα της από τις πιο οξείες άκανθες στις οποίες ρίπτεται χωρίς καμία προσοχή.
Για τα πιο πάνω προτερήματα της η καμήλα χρησιμοποιήθηκε πλατεία μέσα στην Κύπρο μας σαν μεταφορικό ζώο κι από το ένα άκρο της Κύπρου μέχρι τ άλλο πολλά είναι τα χωριά που έτρεφαν και διατηρούσαν καμήλες. Στην Πάφο, στη Λεμεσό, στο Ριζοκάρπασο, στη Σκάλα, στη Λάπηθο, στη Μύρτου, στην Ακάνθου, στου Μόρφου, στο Πραστειό Μόρφου, στο Διόριος, στην Τερσεφάνου, στα Περβόλια, Μουσουλίτα, Ψυλλάτο, Λευκόνοικο, Συγχαρεί, Τρίκωμο, ʼγιος Ανδρόνικος, Μια Μηλιά και σ άλλα μέρη της Κύπρου.
Όλα τα εμπορεύματα των πόλεων και τα διάφορα προϊόντα των ορεινών μερών μεταφέροντο στις εμποροπανηγύρεις που εγίνοντο στα πεδινά μέρη με τις καμήλες. Τα σουτζούκια, τα κιοφτέρκα, οι σησαμόπιτες, τα σταφίδια, οι σταφίδες και άλλα προϊόντα της Τα σιτηρά, τα άχυρα, το βαμβάκι, το σησάμι, τα όσπρια, οι πατάτες, τα κρεμμύδια στη μετακίνηση τους από τους τόπους παραγωγής τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά για διάθεση και κατανάλωση χρησιμοποιήθηκε η καμήλα. Μεταφέρονταν ακόμη εμπορεύματα των πόλεων στα πανηγύρια της Μεσαριάς όπως υφάσματα, χαλκωματικά ( χαρτζιά, μαγείρισσες, σινιά, τηγάνια κ.λ.π. ) , είδη ζυμώματος, γούρνες, γουρνιά, κουπποσάνιδα κ.λ.π. . Τέτοια πανηγύρια ήταν: του Αγίου Αναστασίου 17 του Σεπτέμβρη στην Περιστερωνοπηγή, του Αγίου Λουκά 18 του Οκτώβρη στο Βαρώσι, του Αγίου Αρτεμίου στις 20 Οκτώβρη στην Αφάνεια, του Αγίου Δημητρίου 26 του Οκτώβρη στο Λεονάρισσο, του Αγίου Μάμαντος 2 Σεπτεμβρίου στου Μόρφου, του Αγίου Παντελεήμονα 27 Ιουλίου στη Μύρτου, του Αγίου Κυπριανού 2 Οκτωβρίου στο Μένοικο, του Αγίου Κενδέα 6 Οκτωβρίου στο Αυγόρου. Σε εποχή ακόμη που δεν υπήρχε σιδηρόδρομος η καμήλα χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά του ταχυδρομείου και μάλιστα εθεωρείτο σαν μέσο ασφαλέστατο.
Κατά τα δειλινά ξεκινούσαν οι καμηλάρηδες μ ένα καττάρι καμήλες 4-5 ο καθένας και σε μια περίπου ώρα έφθαναν στ ασβεστοκάμινο και φόρτωσαν ασβέστη.
Επιστρέφοντες από τα καμίνια ξεκουράζονταν λιγάκι, δειπνούσαν και ξεκινούσαν είτε για το Βαρώσι, είτε για τη Σκάλα, που συνήθως έκαμναν τα ταξίδια εναλλάξ.
Αν θα πήγαιναν στο Βαρώσι ακολουθούσαν τον Χωματόδρομο Βώνης Έξω Μετοχιού – Αγκαστίνας Μουσουλίτας – Πυρκάς – Πραστειού (Μεσαορίας) κι ακολουθώντας το δρόμο έξω από τους Στύλους έφθαναν τα ξημερώματα στο Βαρώσι καλύπτοντας απόσταση 27 μιλίων. Εκεί κατέληγαν στο χάνι είτε του Χαμπή, είτε του Κωνσταντή Κουνά. Αν θα μετέφεραν τον ασβέστη στη Σκάλα (Λάρνακα), τότε ακολουθούσαν το χωματόδρομο Βώνης Παλαίκυθρου-Τύμβου-Αθηαίνου-Αβτελλερού-Αραδίππου-Σκάλας. Η απόσταση τούτη ήταν συντομότερη απ εκείνη του Βαρωσίου και δεν ξεπερνούσε τα 24 μίλια. Οι καμηλάρηδες κι εδώ κατέφευγαν στο χάνι κάποιου Τούρκου που λεγόταν Οσμάνης, στην οδό Ερμού.
Στο χάνι οι καμηλάρηδες παρέμειναν μέχρις ότου παρουσιασθούν πελάτες ν αγοράσουν τον ασβέστη. Η τιμή της πώλησης κυμαινόταν περίπου στο διπλάσιο της τιμής της αγοράς. Έτσι από κάθε ταξίδι με ασβέστη κέρδιζαν ?1 ποσό αρκετά ψηλό για την εποχή εκείνη. Μετά από κάθε πώληση ήταν υποχρεωμένοι οι καμηλάρηδες να φορτώσουν και μεταφέρουν τον ασβέστη στον τόπο οικοδομής του αγοραστή όπου θα χρησιμοποιείτο.
Οι καμηλάρηδες επιστρέφοντες πίσω στο χωριό τους μετά την πώληση του ασβέστη δεν άφηναν αδειανές τις καμήλες αλλά τις φόρτωναν είτε με βενζίνες από το Βαρώσι είτε με εποχιακά λαχανικά από το Παραλίμνι και την Αγία Νάπα όπου οι κάτοικοι επιδίδονταν σε πρώιμη παραγωγή ντομάτας, αγγουριών, κολοκυθιών, πατατών, κολοκασιού και άλλων.
Η μεταπολεμική εποχή με την πυκνή κυκλοφορία του αυτοκινήτου και κυρίως του φορτηγού των 10 και 12 τόνων στέρησε τελείως τις δουλειές που ανελάμβαναν στο παρελθόν οι καμηλάρηδες, γιατί η μεταφορά εγίνετο ταχύτερο και φθηνότερο. Με το κτύπημα που έγινε από τ αυτοκίνητα σ όλες τις μεταφορικές εργασίες οι καμηλάρηδες έμειναν εκτεθειμένοι και χωρίς δουλειά και η μόνη διέξοδος σ αυτή την κατάσταση ήταν ένας-ένας να πουλάει τα ζώα του και ν αναζητά άλλη χειρωνακτική εργασία κυρίως εργάτες στις οικοδομές στις πόλεις η εργάτες γης. Τελευταίος που έβαλε το πείσμα να μην εγκαταλείψει το επάγγελμα του ήταν ο Γιωρκής Χ» Νικόλα που διατηρούσε 4 5 καμήλες μέχρι τη δεκαετία του 70 περιοριζόμενος στη μεταφορά του άχυρου από πληστόχωρα χωριά στην Κυθρέα. Σ αυτή την μεταπολεμική προχωρημένη περίοδο που όλα τα είδη είχαν ακριβώσει, ακρίβωσαν κι οι καμήλες και τις πώλησε στην τιμή των ?70-?80 την καθεμιά. Μερικοί καμηλάρηδες που είχαν πουλήσει τις καμήλες τους για να διατηρήσουν την κύρια τους δουλειά, την πώληση του ασβέστη έκαμαν πρατήρια στο Βαρώσι όπου μετέφεραν τον ασβέστη με αυτοκίνητα και τον πουλούσαν στον κύκλο της πελατείας τους. Ήταν δουλειά αρκετά επικερδής γιατί η τιμή του ασβέστη ανήλθε σημαντικά στην μεταπολεμική περίοδο κι έφθασε να πουλιέται στα 4-5 γρόσια την οκά. Από τη μια απέφυγαν τα κουραστικά ταξίδια της καμήλας και από την άλλη με την άνοδο των τιμών κέρδιζαν πιο πάνω παραπάνω από 2 γρόσια στην οκά ενώ στην προπολεμική εποχή μερικούς παράδες κέρδιζαν από κάθε οκά. Τέτοιοι καμηλάρηδες από τη Βώνη που έστησαν πρατήρια ασβέστη στο Βαρώσι ήταν ο Ρούσος Τοφή, ο Τοουλής Γιωρκαλλή, ο Σωτήρης Πίτσιλος κι άλλοι