ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΚΛΕΟΠΑΣ. Ένας Κύπριος φοιτητής της Νομικής, βρισκόταν ταχτικά κάτω από το παράθυρο της γιαγιάς Αγλαϊας, μαζί με το συμφοιτητή του Γιώργο Σεφέρη, και της κάνανε καντάδες. Ήταν ο παππούς μου Ευριπίδης Λουκαϊδης, πατέρας της μητέρας μου Ελένης. Η εμπλοκή του Σεφέρη στα του δράματος πρόσωπα, ανταμείφθηκε αργότερα πλουσιοπάροχα. Χάρη στην εύνοια της τύχης, ο νομπελίστας ποιητής φιλοξενήθηκε στην Αμμόχωστο από τον θείο μου Ευάγγελο Λουίζο, έναν αρχοντάνθρωπο του πνεύματος, χαρακτηρισμένο και ως «αριστοκράτη της διανόησης». Στο σπίτι του Λουίζου ο Σεφέρης συνέθεσε την περιώνυμη συλλογή του «Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν», που αργότερα -δυστυχώς- τη μετονόμασε σε «Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄».
Ένα απόγευμα στην Έγκωμη (αφηγείται ο Ευάγγελος Λουίζος):
«Από μέρες μου ‘χε πει να πάμε στην Έγκωμη που έκανε ανασκαφές ο Γάλλος καθηγητής Κλωντ Σεφέρ. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, ξεκινήσαμε νωρίς για να πάμε στην Έγκωμη. Μόλις περάσαμε το χωριό κι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε το ύψωμα που δεσπόζει στην ανατολική πλευρά του χώρου των ανασκαφών, είδαμε τους ανθρώπους να σκάβουν. Το αυτοκίνητό μας, σταμάτησε κάπου στη μεριά του δρόμου, κι ο Γιώργος (Σεφέρης) τράβηξε κατά τη σκηνή που είχε στήσει ο Σεφέρ. Η Μαρώ κι εγώ, ακολουθούσαμε πολύ πιο πίσω, βραδυπορώντας. Κι όταν ο Γιώργος άρχισε την κουβέντα με τον καθηγητή, εμείς τραβήξαμε προς τους ανθρώπους που σκάβανε και βλέπαμε τα χαλάσματα. Ήταν χωρισμένοι σε δυο συνεργεία. Ένα, από άντρες γεροδεμένους Εγκωμίτες που σκάβανε, κι ένα από γυναίκες της Έγκωμης, που φτυαρίζανε. Για μια στιγμή προσέξαμε ένα ζευγάρι ωραίες γάμπες από πίσω, που φτυαρίζανε σκυμμένες, κι αλληλοκοιταχτήκαμε με την Μαρώ, και χωρίς να μιλήσουμε ή να συνεννοηθούμε, κάναμε ένα μεγάλο γύρο για να την ειδούμε κι από μπροστά. Τη στιγμή που φτάσαμε μπροστά της, αυτή ανασηκώθηκε να πάρει ανάσα από το φτυάρισμα, και είδαμε στο ανασήκωμά της όλη την ομορφιά και το παράστημά της. Στο μεταξύ ο Γιώργος είχε πιάσει ψιλοκουβέντα με τον Σεφέρ και άλλους αρχαιολόγους, κι ερχότανε προς το μέρος μας. Τότε η Μαρώ κι εγώ κατεβήκαμε να τους συναντήσουμε και αφού γίναν οι αναγκαίες συστάσεις, τράβηξα τον Γιώργο με τρόπο, και ξαναπήγαμε μαζί, από εκεί που πρωτοείδα την Εγκωμίτισα από πίσω, χωρίς να πω τίποτα. Όταν φτάσαμε στο σημείο περίπου που είχαμε σταθεί με τη Μαρώ, σταμάτησα ν’ ανάψω τσιγάρο, και είδα τον Γιώργο να προσέχει την Εγκωμίτισα με τις ωραίες γάμπες, που φτυάριζε. Στάθηκε για λίγη ώρα κοιτάζοντας, και μετά ξεκίνησε μονάχος κι έκανε τον ίδιο γύρο που είχαμε κάνει προηγουμένως οι δυό μας με τη Μαρώ, για να την δει από μπροστά. Εγώ είχα μείνει στη θέση μου καπνίζοντας, και παρακολουθούσα το Γιώργο, σκουντουφλώντας τις πέτρες, να κάνει το γύρο του. Όταν έφτασε μπροστά της, η κοπέλα ανασηκώθηκε για να πάρει ανάσα, όπως και προηγουμένως, και τότε είδα τον Γιώργο, πώς την κοίταξε. Στάθηκε κάμπωση ώρα εκεί, συλλογισμένος και κοιτώντας.. Κι ύστερα γύρισε προς τους ανθρώπους, ξανάκανε μια βόλτα ακόμα, στάθηκε, κοίταξε κατά τα βουνά στη Δύση, και γύρισε κοντά μας αμίλητος. Αποχαιρετήσαμε τους αρχαιολόγους και μπήκαμε στο αυτοκίνητο να γυρίσουμε πίσω. Πολλές βδομάδες αργότερα, όταν είχε πια γυρίσει στο πόστο του στη Βηρυτό, κι άρχισε να μου στέλνει δακτυλογραφημένα τα ποιήματα της συλλογής «Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν», τη «Σαλαμίνα της Κύπρος», τις «τρεις μούλες», και άλλα, σ’ ένα γράμμα μου, που του ‘γραψα, πέταξα μια κουβέντα. «Για την Έγκωμη ακόμα τίποτε;» Κι η απάντηση ήρθε με τ’ άλλο ταχυδρομείο. «Η Έγκωμη, είναι μεγάλη υπόθεση!»..
Το καλοκαίρι του 1967, ταξιδεύαμε για την Κύπρο με τους γονείς μου, την θεία Κλειώ Χατζηκώστα και τον Ευάγγελο Λουίζο, με το Ε/Γ «Απολλωνία». Έτσι, συνταξιδέψαμε και με τον ποιητή Νίκο Καββαδία ή Κόλια, που εργαζόταν ασυρματιστής σ’ αυτό το πλοίο και ήταν φίλοι με τον θείο Ευάγγελο. Το ίδιο εκείνο καλοκαίρι, στο σπίτι της Αμμοχώστου, «το σπίτι που έγινε φυτό», φιλοξενήθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης, όπου αφοσιώθηκε στην επεξεργασία των ποιητικών του συνθέσεων «το Μονόγραμμα», τη «Μαρία Νεφέλη», και «το δέντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά».
Να σημειώσω, ότι ο Ευάγγελος Λουίζος μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη, υπηρέτησαν τη στρατιωτική τους θητεία, στο Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας. Εκεί γνώρισαν και έκαναν παρέα με τον Κερκυραίο λόγιο και δημοσιογράφο Κώστα Δαφνή.
Ο Ευάγγελος Λουίζος ήταν υπερήφανος και ενδιαφερόταν πολύ για την επτανησιακή καταγωγή του. Έτσι οι έρευνές του στη Βενετία και στα αρχεία της Κέρκυρας, έφεραν στο φως την αλληλογραφία του προγόνου του Παναγή Αγγελάτου από την Άσσο της Κεφαλονιάς, πρόξενο της Επτανήσου Πολιτείας στην Κύπρο, με τον Τούρκο Δραγουμάνο, καθώς και με τον Γραμματέα της Επτανήσου Πολιτείας, Κόμη Καποδίστρια.
Ο Ευάγγελος Λουίζος είναι ο ήρωας στο έργο πολλών Ελλήνων λογοτεχνών. Ο Α. Καραντώνης τον αποκαλεί «Κύπριο πατριώτη, συνειδητό Έλληνα. Ο Αριστείδης Κουδουνάρης λέει ότι ο Ευάγγελος Λουϊζος είναι ο ηγέτης της Κύπρου, χωρίς να έχει κανένα αξίωμα για να το κάνει αυτό. Στο ημιτελές μυθιστόρημα του Γ. Σεφέρη Βαρνάβας Καλοστέφανος, πρωταγωνιστής είναι ο Ευάγγελος Λουϊζος. Αναφέρεται επίσης στα Τετράδια Ημερολογίου του Γιώργου Θεοτοκά, ενώ πρωταγωνιστεί και στην Ιερά Οδό του Γ. Θεοτοκά, καθώς ο άνθρωπος με το ταξί που πάει για να καταταγεί στο μέτωπο, δεν είναι άλλος από τον Ευάγγελο Λουϊζο. Στο ποίημα του Γ. Σεφέρη Έγκωμη, είχε άμεση συμμετοχή, όπως άλλωστε γίνεται φανερό από την αλληλογραφία τους. Ανέκδοτα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, αφιερωμένα στον Ευάγγελο. Προς τον Ευάγγελον Λουϊζον ευρισκόμενον εν Αμμοχώστω… Για να μην αναφερθώ στο έργο νεότερων συγγραφέων όπως η Νίκη Μαραγκού. Κατά τον Γιώργο Ευστρατιάδη, ο Ευάγγελος Λουϊζος, είναι ο ευγενής ευπατρίδης και ελληνολάτρης, που δεν υπήρξε ούτε ποιητής, ούτε συγγραφέας ούτε καν ερευνητής. Ήταν ο αρχοντάνθρωπος του πνεύματος, ο αριστοκράτης της διανόησης.