Το 1959 μονογράφηκε η καταρχήν συμφωνία στη Ζυρίχης και μετά απο λίγες μέρες στο Λονδίνο υπογραφήςαν επίσημα οι συμφωνίες Εγκαθίδρυσης . Τα κείμενα υπέγραψαν εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων ο Μακάριος , εκ μέρους των Τουρκοκύπριων ο Κουτσούκ.
Οι συμφωνίες απαρτίζονται απο 5 κείμενα . Το πρώτο εξ’ αυτών, η βασική διάρθρωση της δημοκρατίας της Κύπρου , αφορά τη συνταγματική οργάνωση του πολιτεύματος . Τα 27 άρθρα της βασικής διάρθρωσης μεταφέρθηκαν αυτούσια στο κυπριακό Σύνταγμα κι αποτελούν τις θεμελιώδεις μη αναθεωρητέες διατάξεις του. Με τη βασική διάρθρωση συστήθηκε ενιαίο ανεξάρτητο κράτος ενώ απαγορεύτηκε η Ένωση ή Διχοτόμηση. Συστατικό του κράτους αποτελούν οι δυο κοινότητες στις οποίες οργανώνονται απο το Σύνταγμα οι Ελληνοκύπριοι 80% και οι Τουρκοκύπριοι 18% . Όπως δε σημειώνεται ο κοινωνικός δυαδισμός προσδιόρισε τη συγκρότηση του κράτους . Η δομή και άσκηση των εξουσιών αντικατόπτριζε τη δικοινοτική σύνθεση του πληθυσμού. Κάθε κοινότητα θα εξέλεγε χωριστά τα αιρετά όργανα που της αντιστοιχούν , δηλ. τον Ελληνοκυπρίο πρόεδρο και τον τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο καθως και τους βουλευτές . Η συμμετοχή των δυο κοινοτήτων στη κυβέρνηση και στη Βουλή ηταν σε ποσοστά 70% -30% . Απο το σύνολο των διατάξεων προκύπτει οτι κατοχυρώθηκε συνταγματικά το καθεστώς της τουρκοκυπριακής κοινότητας ως ισότιμης , συν ιδρύτριας , και συγκυβερνώσας κοινότητας της Κύπρου και οτι η θεσμική σύμπραξη των δυο κοινοτήτων θεμελίωσε την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τμήμα των συμφωνιών αποτελούν επίσης η Συνθήκη Εγγύησης και η Συνθήκη Συμμαχίας που συνομολογήθηκαν μεταξύ Ελλάδος Τουρκίας , Ηνωμένου Βασιλείου και Κύπρου. Με την πρώτη η Κύπρος ανέλαβε την υποχρέωση να διατηρήσει την εδαφική ακεραιότητα της Δημοκρατίας ενώ οι λοιπές 3 χώρες ανέλαβαν την υποχρέωση να εγγυώνται την ακεραιότητα και ανεξαρτησία της Κύπρου , να απαγορέυουν την Ένωση ή την Διχοτόμηση και σε περίπτωση παραβίασης της Συνθήκης ή της ανεξαρτησίας της Κύπρου να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για αποκατάσταση του καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε με τη Βασική Διάρθρωση. Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 προβλέφθηκε οτι αν δεν συμφωνηθεί κοινή δράση σε καθε ενα κράτος επιφυλάσσεται το δικαίωμα μονομερούς ενέργειας για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και ανεξαρτησίας της κυπριακής δημοκρατίας .
Τέλος με την συνθήκη Συμμαχίας Ελλάδα και Τουρκία ανέλαβαν την υποχρέωση να συνδράμουν αμυντικά την Κύπρο με την παρουσία στρατιωτικής δύναμης απο την Ελλάδα ( ΕΛΔΥΚ , 950) και την Τουρκία ( ΤΟΥΡΔΥΚ, 650) .
Ιστορικά
Αμμόχωστος
Η Αμμόχωστος των ποιητών Κ. Μόντη, Θ. Πιερίδη, ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων, την πόλη που αγάπησαν ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Καββαδίας. Οι αρχαίες πόλεις της Έγκωμη και της Σαλαμίνας που ύμνησε ο Σεφέρης ξαναζωντανεύουν στην ποίηση του Κ. Χαραλαμπίδη. Μια πόλη κόσμημα που ζήλεψαν διάφοροι επικυρίαρχοι, ανά τους αιώνες, εκδικήθηκε η φύση. Ένας χώρος με τα Καλλιμάρμαρα γυμνάσια, τις σχολικές γιορτές, τους μεγάλους δωρητές, που γνώρισε στα χρόνια της αθωότητας ο ποιητής στα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας μετά το 1960 είναι πανταχού παρόν στα ποιήματά του. Ο μύθος σμίγει με την Ιστορία. Η πόλη θα ξυπνήσει. «Η πόλη νικημένη από την νύχτα προβάλλει πάμφωτη και νοτισμένη». Η «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα» μας αποκαλύπτει ότι ο ποιητής έχει θητεύσει σωστά στον υπερρεαλισμό και ότι ακόμη έχει πετύχει την συμφιλίωση της δημοτικής με την λόγια γλώσσα. Μια γλώσσα ζωντανή που ταιριάζει σε μία αληθινή ποίηση, που υπερβαίνει το συμβατικό, στίχοι που έχουν μας ειπούν κάτι το καινούριο.(Λουκάς Θεοχαρόπουλος)
Οι καμηλάρηδες
Οι Καμηλάρηδες
Ανάμεσα στα διάφορα ζώα , ίππους, μουλάρια , γαϊδούρια που χρησιμοποιήθηκαν σαν μεταφορικό μέσο στην Κύπρο μας στους περασμένους αιώνες και στις αρχές του αιώνα μας, είναι και η καμήλα που χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη κλίμακα στη μεταφορά διαφόρων προϊόντων και εμπορευμάτων γιατί ήταν ζώο λιτοδίαιτο , άντεχε πολύ στην πείνα και τη δίψα. Μπορούσε να μεταφέρει στη ράχη της φορτίο 200 250 οκάδες, που κανένα άλλο ζώο μπορούσε να βαδίσει τόσες μεγάλες αποστάσεις και να μεταφέρει τόσο βάρος.
Είναι πραγματικά λιτοδίαιτο ζώο γιατί είναι ζώο φυτοφάγο. Μπορεί να τρέφεται για εβδομάδες ολόκληρες με αποξηραμένα χόρτα και στην ανάγκη με παλιά καλάθια και μεταχειρισμένες ψάθες. Στον καιρό τρέφεται αποκλειστικά με λαψάνες που αφθονούσαν στα δημητριακά πριν ευρεθούν και χρησιμοποιηθούν τα ζιζανιοκτόνα. Οι γεωργοί περίμεναν από τους καμηλιέρηδες ν απαλλάξουν ολόκληρες εκτάσεις σιτηρών από τις λαψάνες που κατέπνιγαν τη σπορά τους στους μήνες Μάρτη και Απρίλη. Τρέφεται ακόμη με παντός είδους σπόρους και ακατάλληλα για φαΐ όσπρια, ούτε πληγώνεται το στόμα της από τις πιο οξείες άκανθες στις οποίες ρίπτεται χωρίς καμία προσοχή.
Για τα πιο πάνω προτερήματα της η καμήλα χρησιμοποιήθηκε πλατεία μέσα στην Κύπρο μας σαν μεταφορικό ζώο κι από το ένα άκρο της Κύπρου μέχρι τ άλλο πολλά είναι τα χωριά που έτρεφαν και διατηρούσαν καμήλες. Στην Πάφο, στη Λεμεσό, στο Ριζοκάρπασο, στη Σκάλα, στη Λάπηθο, στη Μύρτου, στην Ακάνθου, στου Μόρφου, στο Πραστειό Μόρφου, στο Διόριος, στην Τερσεφάνου, στα Περβόλια, Μουσουλίτα, Ψυλλάτο, Λευκόνοικο, Συγχαρεί, Τρίκωμο, ʼγιος Ανδρόνικος, Μια Μηλιά και σ άλλα μέρη της Κύπρου.
Όλα τα εμπορεύματα των πόλεων και τα διάφορα προϊόντα των ορεινών μερών μεταφέροντο στις εμποροπανηγύρεις που εγίνοντο στα πεδινά μέρη με τις καμήλες. Τα σουτζούκια, τα κιοφτέρκα, οι σησαμόπιτες, τα σταφίδια, οι σταφίδες και άλλα προϊόντα της Τα σιτηρά, τα άχυρα, το βαμβάκι, το σησάμι, τα όσπρια, οι πατάτες, τα κρεμμύδια στη μετακίνηση τους από τους τόπους παραγωγής τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά για διάθεση και κατανάλωση χρησιμοποιήθηκε η καμήλα. Μεταφέρονταν ακόμη εμπορεύματα των πόλεων στα πανηγύρια της Μεσαριάς όπως υφάσματα, χαλκωματικά ( χαρτζιά, μαγείρισσες, σινιά, τηγάνια κ.λ.π. ) , είδη ζυμώματος, γούρνες, γουρνιά, κουπποσάνιδα κ.λ.π. . Τέτοια πανηγύρια ήταν: του Αγίου Αναστασίου 17 του Σεπτέμβρη στην Περιστερωνοπηγή, του Αγίου Λουκά 18 του Οκτώβρη στο Βαρώσι, του Αγίου Αρτεμίου στις 20 Οκτώβρη στην Αφάνεια, του Αγίου Δημητρίου 26 του Οκτώβρη στο Λεονάρισσο, του Αγίου Μάμαντος 2 Σεπτεμβρίου στου Μόρφου, του Αγίου Παντελεήμονα 27 Ιουλίου στη Μύρτου, του Αγίου Κυπριανού 2 Οκτωβρίου στο Μένοικο, του Αγίου Κενδέα 6 Οκτωβρίου στο Αυγόρου. Σε εποχή ακόμη που δεν υπήρχε σιδηρόδρομος η καμήλα χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά του ταχυδρομείου και μάλιστα εθεωρείτο σαν μέσο ασφαλέστατο.
Κατά τα δειλινά ξεκινούσαν οι καμηλάρηδες μ ένα καττάρι καμήλες 4-5 ο καθένας και σε μια περίπου ώρα έφθαναν στ ασβεστοκάμινο και φόρτωσαν ασβέστη.
Επιστρέφοντες από τα καμίνια ξεκουράζονταν λιγάκι, δειπνούσαν και ξεκινούσαν είτε για το Βαρώσι, είτε για τη Σκάλα, που συνήθως έκαμναν τα ταξίδια εναλλάξ.
Αν θα πήγαιναν στο Βαρώσι ακολουθούσαν τον Χωματόδρομο Βώνης Έξω Μετοχιού – Αγκαστίνας Μουσουλίτας – Πυρκάς – Πραστειού (Μεσαορίας) κι ακολουθώντας το δρόμο έξω από τους Στύλους έφθαναν τα ξημερώματα στο Βαρώσι καλύπτοντας απόσταση 27 μιλίων. Εκεί κατέληγαν στο χάνι είτε του Χαμπή, είτε του Κωνσταντή Κουνά. Αν θα μετέφεραν τον ασβέστη στη Σκάλα (Λάρνακα), τότε ακολουθούσαν το χωματόδρομο Βώνης Παλαίκυθρου-Τύμβου-Αθηαίνου-Αβτελλερού-Αραδίππου-Σκάλας. Η απόσταση τούτη ήταν συντομότερη απ εκείνη του Βαρωσίου και δεν ξεπερνούσε τα 24 μίλια. Οι καμηλάρηδες κι εδώ κατέφευγαν στο χάνι κάποιου Τούρκου που λεγόταν Οσμάνης, στην οδό Ερμού.
Στο χάνι οι καμηλάρηδες παρέμειναν μέχρις ότου παρουσιασθούν πελάτες ν αγοράσουν τον ασβέστη. Η τιμή της πώλησης κυμαινόταν περίπου στο διπλάσιο της τιμής της αγοράς. Έτσι από κάθε ταξίδι με ασβέστη κέρδιζαν ?1 ποσό αρκετά ψηλό για την εποχή εκείνη. Μετά από κάθε πώληση ήταν υποχρεωμένοι οι καμηλάρηδες να φορτώσουν και μεταφέρουν τον ασβέστη στον τόπο οικοδομής του αγοραστή όπου θα χρησιμοποιείτο.
Οι καμηλάρηδες επιστρέφοντες πίσω στο χωριό τους μετά την πώληση του ασβέστη δεν άφηναν αδειανές τις καμήλες αλλά τις φόρτωναν είτε με βενζίνες από το Βαρώσι είτε με εποχιακά λαχανικά από το Παραλίμνι και την Αγία Νάπα όπου οι κάτοικοι επιδίδονταν σε πρώιμη παραγωγή ντομάτας, αγγουριών, κολοκυθιών, πατατών, κολοκασιού και άλλων.
Η μεταπολεμική εποχή με την πυκνή κυκλοφορία του αυτοκινήτου και κυρίως του φορτηγού των 10 και 12 τόνων στέρησε τελείως τις δουλειές που ανελάμβαναν στο παρελθόν οι καμηλάρηδες, γιατί η μεταφορά εγίνετο ταχύτερο και φθηνότερο. Με το κτύπημα που έγινε από τ αυτοκίνητα σ όλες τις μεταφορικές εργασίες οι καμηλάρηδες έμειναν εκτεθειμένοι και χωρίς δουλειά και η μόνη διέξοδος σ αυτή την κατάσταση ήταν ένας-ένας να πουλάει τα ζώα του και ν αναζητά άλλη χειρωνακτική εργασία κυρίως εργάτες στις οικοδομές στις πόλεις η εργάτες γης. Τελευταίος που έβαλε το πείσμα να μην εγκαταλείψει το επάγγελμα του ήταν ο Γιωρκής Χ» Νικόλα που διατηρούσε 4 5 καμήλες μέχρι τη δεκαετία του 70 περιοριζόμενος στη μεταφορά του άχυρου από πληστόχωρα χωριά στην Κυθρέα. Σ αυτή την μεταπολεμική προχωρημένη περίοδο που όλα τα είδη είχαν ακριβώσει, ακρίβωσαν κι οι καμήλες και τις πώλησε στην τιμή των ?70-?80 την καθεμιά. Μερικοί καμηλάρηδες που είχαν πουλήσει τις καμήλες τους για να διατηρήσουν την κύρια τους δουλειά, την πώληση του ασβέστη έκαμαν πρατήρια στο Βαρώσι όπου μετέφεραν τον ασβέστη με αυτοκίνητα και τον πουλούσαν στον κύκλο της πελατείας τους. Ήταν δουλειά αρκετά επικερδής γιατί η τιμή του ασβέστη ανήλθε σημαντικά στην μεταπολεμική περίοδο κι έφθασε να πουλιέται στα 4-5 γρόσια την οκά. Από τη μια απέφυγαν τα κουραστικά ταξίδια της καμήλας και από την άλλη με την άνοδο των τιμών κέρδιζαν πιο πάνω παραπάνω από 2 γρόσια στην οκά ενώ στην προπολεμική εποχή μερικούς παράδες κέρδιζαν από κάθε οκά. Τέτοιοι καμηλάρηδες από τη Βώνη που έστησαν πρατήρια ασβέστη στο Βαρώσι ήταν ο Ρούσος Τοφή, ο Τοουλής Γιωρκαλλή, ο Σωτήρης Πίτσιλος κι άλλοι
Τα καφενεία
Μεχρι το 1900 υπήρχαν μόνο δύο καφενεία στην Αμμόχωστο , ενα τουρκικό , στην πλατεία του καθεδρικού ναού του Αγίου Νικολάου , κι ένα ελληνικό στο Βαρώσι όπου συγκεντρώνονταν νέοι και γέροι για να ξεκουραστούν μετά απο μια κοπιαστική μέρα στις δουλειές τους . Κάθονταν στο καφενείο κουβεντιάζοντας καθώς κάπνιζαν το τσιγάρο τους ή τον ναργιλέ τους και έπιναν καφέ , γκαζόζα , λεμονάδα ή τριαντάφυλλο .
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν λειτούργησαν κι άλλα καφενεία ως χώροι συνάντησης και επικοινωνίας ανθρώπων απο διάφορα κοινωνικά στρώματα . Εκεί σύχναζαν οι άνδρες της πόλης για να μάθουν τα τοπικά αλλά και τα παγκόσμια νέα και για να αφουγκραστούν την κοινή γνώμη εκφράζοντας τη δική τους επι παντός επιστητού . Εκεί γίνονταν έντονες συζητήσεις για θέματα πολιτικού , θρησκευτικού , κοινωνικού , οικονομικού αλλά και γενικού ενδιαφέροντος . Εκεί έκλειναν οι διάφοροι έμποροι συμφωνίες και καθόριζαν τις τιμές των προϊόντων τους . Τέλος εκεί έδιναν πολλοί Κύπριοι τα χέρια τους για να σφραγίσουν κάποια απόφαση ή συμφωνία …αρραβώνα , γάμου , προίκας , και πώλησης κτηματικής περιουσίας .
Στην ενασχόληση των θαμώνων προστέθηκαν με τα χρόνια το τάβλι και η τράπουλα με πιο συνήθη παιγνίδια τη σπάστρα ( ξερή) , και την πιλόττα ( γαλλικό παιγνίδι που μοιάζει με Μπριτζ) . Οι κουμαρτζήδες εμφανίστηκαν πολύ αργότερα και περιορίζονταν σε μια απόμερη γωνιά ή σε ένα μικρό δωματιάκι που υπήρχε στο βάθος του καφενείου αφού η χαρτοπαιξία οχι μόνο διώκοταν απο το νόμο αλλά θεωρείτο απο τον περισσότερο κόσμο επαίσχυντη συνήθεια .
Μετά την κατασκευή και λειτουργία του σιδηροδρόμου το 1905 και του νέου λιμανιού της Αμμοχώστου τον επόμενο χρόνο που οδήγησαν στην αύξηση του πληθυσμού της πόλης και στην άνθηση του εμπορίου λειτούργησαν και άλλα καφενεία καθώς και ζαχαροπλαστεία , εστιατόρια και οικογενειακά κέντρα .
Αμμόχωστος, Φωτογραφικές Αναμνήσεις , Α. Σωτηρίου
Ριζοκάρπασο: Ιστορικές και γαστρονομικές διαδρομές
Ριζοκάρπασο: Ιστορικές και γαστρονομικές διαδρομές
10/11/2014
Γράφει η Νάσα Παταπίου
Μοναδικές και παντελώς άγνωστες γαστρονομικές επιλογές σε άλλες περιοχές της Κύπρου, αλλά και στην ίδια την χερσόνησο της Καρπασίας, απαντούν στο Ριζοκάρπασο σχετικά με συγκεκριμένα φαγητά και καρπούς που ευδοκιμούσαν εξαιτίας των πλούσιων νερών και της γης
Οι ιστορικές διαδρομές ενός τόπου έχουν άμεση σχέση με τον πολιτισμό, τα ήθη, τα έθιμα, ακόμη και με τις γαστρονομικές ιδιαιτερότητες και επιλογές. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε ένα μέρος και στην προκειμένη περίπτωση σε ένα χωριό της Κύπρου, απαντά μια συγκεκριμένη γαστρονομική ιδιαιτερότητα ή επιλογή, δηλαδή η παρασκευή ενός φαγητού, γλυκού ή εδέσματος. Στις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων μιας κοινότητας ή περιοχής αντικατοπτρίζονται και αποτυπώνονται οι σχέσεις με άλλους λαούς, γείτονες ή κατακτητές, οι επιρροές που δέχθηκε ο συγκεκριμένος τόπος διαμέσου των αιώνων και φυσικά η άμεση σχέση με τη μορφολογία του εδάφους, τις κλιματολογικές συνθήκες και τη γεωγραφία.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Ριζοκάρπασο, η πιο απομακρυσμένη κωμόπολη από άλλους οικισμούς στην ανατολική εσχατιά της Κύπρου, δηλαδή στη χερσόνησο της Καρπασίας, συνιστά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνύφανσης της ιστορίας, της γεωγραφίας και της καθημερινότητας των διατροφικών συνηθειών των κατοίκων της περιοχής. Ο κάθε τόπος έχει τη δική του ιστορία που αντικατοπτρίζεται στις συνήθειες των ανθρώπων και στα βιώματά τους. Η κωμόπολη Ριζοκαρπάσου παραπέμπει εξάλλου και στα προσωπικά βιώματά μας και στις συναναστροφές, δηλαδή στην κοινωνική και συλλογική μας μνήμη, όπως τη ζήσαμε. Ακριβώς για τους παραπάνω λόγους, ως προς την έννοια της γαστρονομίας και της διατροφής στην κωμόπολη αυτή, θα άξιζε να αναφερθούμε στην ιστορία, στον φυσικό πλούτο, στην έκταση, στη χλωρίδα και στην πανίδα της περιοχής. Η ίδια η κωμόπολη και η γύρω περιοχή καλύπτει έκταση περίπου 175 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ενώ η απόληξη της χερσονήσου της Καρπασίας περιλαμβάνει πληθώρα παραλιών και ακτογραμμής. Παράλληλα μια οροσειρά διασχίζει και καταλήγει ώς το Ακρωτήριο του Αποστόλου Ανδρέα, σχηματίζοντας κοιλάδες, μικρές πεδιάδες και δάση, με πλούσια χλωρίδα και πανίδα.
Το Ριζοκάρπασο ως κωμόπολη απομακρυσμένη και απομονωμένη από άλλους οικισμούς, είναι ένας από τους πιο ισχυρούς λόγους για τους οποίους η γαστρονομία του παρουσιάζει ιδιομορφίες. Ωστόσο, ιδιαιτερότητες αποτυπώνονται και σε άλλους τομείς στην ίδια κωμόπολη, πέραν των διατροφικών συνηθειών, όπως την ξυλογλυπτική, τη διάλεκτο, την υφαντική, την παραδοσιακή ενδυματολογία (σαγιά, ρουτζέττι, δουμπλέττι κ.ά.). Επί παραδείγματι, δεν θα μπορούσε ο κάτοικος της περιοχής αυτής να μην έχει στις γαστρονομικές του επιλογές ό,τι προσφέρει στη διατροφή η θάλασσα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε ότι μια διατροφική επιλογή των Ριζοκαρπασιτών είναι οι αχινοί, οι οποίοι, ως γνωστόν, σε άλλες περιοχές της Κύπρου δεν περιλαμβάνονται καν στο διατροφολόγιό τους. Οι πεταλίνες, οι χογλιοί (κοχλοί), οι χελώνες, οι ροφοί (ορφοί), το ψάρι και τα μαλάκια εντάσσονται στις καθημερινές διατροφικές συνήθειες των Ριζοκαρπασιτών στις διάφορες παραλλαγές τους ως προς τον τρόπο παρασκευής. Η πλούσια χλωρίδα και συγκεκριμένα τα άγρια χόρτα, όπως οι λαψάνες, τα στρουθούθκια, τα μιλιγκόνια (πάγκαλοι), τα αγριοσέλινα, οι άγριες αγκινάρες, το άγριο σπανάκι, οι μολόχες αποτελούν μόνο μερικά από τα άγρια χόρτα που υπήρχαν στο διατροφολόγιο των κατοίκων. Ας προστεθούν εδώ και τα πολλά είδη μανιταριών (κοκκινομανίταρα, βυζατζίτες, πουρούθκια, της αναθρήκας κ.ά.), που απαντούν στην περιοχή. Βέβαια, τα πλούσια νερά και τα περιβόλια του Ριζοκαρπάσου συνέτειναν στην καλλιέργεια οπωροκηπευτικών, όπως το λουβί, τα φασόλια, τα λάχανα, οι κεφαλοκράμβες, ενώ ως προς τα φρούτα καλλιεργούνταν σε μεγάλο βαθμό τα πορτοκάλια, λεμόνια, μανταρίνια, ρόδια, σύκα, χρυσόμηλα κ.ά. Μεγάλες εκτάσεις της κωμόπολης καλύπτονταν με ελαιόδεντρα και χαρουπιές, ενώ οι πεδιάδες παρήγαν σιτάρι, σησάμι και άλλα σιτηρά. Συνεπώς, η μορφολογία της κωμόπολης με τους λόφους και τις πεδιάδες, συνέβαλε αποφασιστικά στην παραγωγή πολλών προϊόντων, δηλαδή πρώτων υλών για την ανάπτυξη και παρασκευή συγκεκριμένων φαγητών και εδεσμάτων. Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε πως πέραν του καλού κλίματος της περιοχής, συνέβαλε και το γόνιμο υπέδαφος στο να υπάρχει πλούσια παραγωγή φρούτων και λαχανικών, χωρίς να χρειάζεται άρδευση ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ας σημειωθεί ότι εξίσου πλούσιο υπήρξε και το κυνήγι στο Ριζοκάρπασο και στην γύρω περιοχή. Λαγοί, τρυγόνια, αγριοπερίστερα, μπεκάτσες, φραγκολίνες, τσίχλες και άλλα αποδημητικά πουλιά αποτελούσαν στοιχεία της βασικής διατροφής. Ένα μεγάλο κεφάλαιο, κυρίαρχη γαστρονομική ιδιαιτερότητα και εθνικό φαγητό του Ριζοκαρπάσου είναι τα σαλιγκάρια (καραόλοι). Τονίζουμε, ότι υπήρχαν διάφοροι τρόποι παρασκευής των σαλιγκαριών, αφού πληθώρα μεγάλων και μικρών σαλιγκαριών απαντούν στην περιοχή.
Αναφέρουμε τα ονομαζόμενα στη ριζοκαρπασίτικη διάλεκτο μουνούχαροι, μαντούθκια, πιττακάρες, καραόλοι, αλλά και μικρά σαλιγκαράκια (καραολούθκια). Οι μουνούχαροι (σαλιγκάρια) ως προς την παρασκευή τους είναι ένα έδεσμα που συνηθίζεται μόνο στο Ριζοκάρπασο με σκορδαλιά. Η γαστρονομική αυτή ιδιαιτερότητα, κατά την ταπεινή μας άποψη, δεν μπορεί να είναι άσχετη με τη μακρά περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο, εάν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι το Ριζοκάρπασο είχε ισχυρή εστία Φράγκων και απετέλεσε κομητεία μαζί με τα χωριά Σελενιά και Αναχίδα, κατά την ίδια περίοδο. Μόνο στη Γαλλία συναντούμε στη μαγειρική τα σαλιγκάρια με σκόρδο (escargot bourguignons). Επίσης, μοναδική ριζοκαρπασίτικη συνταγή αποτελεί η παρασκευή των σαλιγκαριών, συνήθως καραόλων και πιττακάρων γιαχνί με τα κολοκύθια. Ούτε αυτός ο τρόπος παρασκευής απαντά σε οποιοδήποτε μέρος της Κύπρου, τουλάχιστον μέχρι πριν από το 1974. Εάν αυτό συμβαίνει σήμερα, πρόκειται για περιοχές όπου έχουν εγκατασταθεί Ριζοκαρπασίτες.
Εντελώς μοναδικές και παντελώς άγνωστες γαστρονομικές επιλογές σε άλλες περιοχές της Κύπρου, αλλά και στην ίδια τη χερσόνησο της Καρπασίας, απαντούν στο Ριζοκάρπασο σχετικά με συγκεκριμένα φαγητά. Για παράδειγμα, το κολοκάσι, το οποίο καλλιεργούσαν στο Ριζοκάρπασο και το οποίο ευδοκιμούσε εξαιτίας των πλούσιων νερών, καθώς είναι μάλα υδροχαρές, εύλογα αποτέλεσε κύριο μέρος της διατροφής διαμέσου των αιώνων και επιπρόσθετα χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικοί τρόποι στη μαγειρική του. Σημειώνουμε ότι το κολοκάσι παρασκευάζεται ψητό ή και βραστό, το οποίο στη συνέχεια γίνεται σαλάτα με φρέσκο κόλιανδρο, κρεμμύδι και πλούσιο ελαιόλαδο, το οποίο παρήγε η περιοχή. Επίσης, παρασκευαζόταν κολοκάσι γιαχνί με πέρδικες, ακριβώς επειδή υπήρχε πλούσιο κυνήγι. Ακόμη, μια παραλλαγή στον τρόπο παρασκευής του, υπήρξε το βραστό κολοκάσι συνοδευμένο με σκορδαλιά. Επαναλαμβάνουμε πως οι τρόποι αυτοί παρασκευής ήταν μοναδικοί και συνηθίζονταν μόνο στο Ριζοκάρπασο, τουλάχιστον μέχρι το 1974. Ως προς το ψάρι, μοναδική συνταγή ριζοκαρπασίτικη είναι ο ορφός γιαχνί ή στιφάδο. Σχετικά με το κρέας, μοναδικό χαρακτηριστικό έδεσμα ριζοκαρπασίτικο είναι το οφτό της τερατσιάς. Η κτηνοτροφία και τα κατσίκια, τα λεγόμενα του όρους που σήμαινε αυτά τα οποία έβοσκαν ελεύθερα και είχαν νοστιμότατο κρέας, φαίνεται να ενέπνευσαν την ιδιαίτερη αυτή συνταγή. Στην περίπτωση αυτή το κατσικίσιο κρέας ψήνεται σε φούρνο επάνω σε κλαδιά χαρουπιάς, δίνοντας μια χαρακτηριστική μυρωδιά στο οφτό της τερατσιάς, που υπερτονίζει τη γεύση του και τη νοστιμιά του. Μια μοναδική πίττα που παρασκευάζεται με άγρια χόρτα, τους ξινιάτους, στην κωμόπολη, είναι η ονομαζόμενη ξινιατόπιττα. Τα άγρια αυτά χόρτα, οι ξινιάτοι, είναι γνωστά στον ελλαδικό χώρο ως λάπατα. Για την παρασκευή της χορτόπιτας αυτής, εκτός από ξινιάτους, χρησιμοποιούμε κόλιανδρο, φρέσκα σκόρδα, φρέσκα κρεμμυδάκια και μάραθο. Επίσης, οι λαψάνες γιαχνί, ένα ιδιαίτερο έδεσμα παρασκευαζόταν από άγριες λαψάνες, τσιγαρισμένο κρεμμύδι σε ελαιόλαδο και μπόλικο μάραθο, καθώς και καυτερή πιπεριά και χυμό από κιτρόμηλο, που του έδινε μια ξεχωριστή γεύση. Σχετικά δε με τα ζυμαρικά, χαρακτηριστικό είναι τα πρόσφορα που παρασκευάζονταν στο Ριζοκάρπασο, τα οποία περιείχαν αρκετό σιμιγδάλι και ονομάζονται αφράντες, λέξη κατάλοιπο, όπως φαίνεται, από τη μακρά περίοδο της Φραγκοκρατίας (les offrants) από το ρήμα offrir. Το Ριζοκάρπασο, όμως, διαφύλαξε και στοιχεία της βυζαντινής παράδοσης και πολιτισμού. Το «γλυκιστικό» λαγγόπιττες, που δεν είναι τίποτα άλλο από τους λαλαγγίτες, που συνήθιζαν στο Βυζάντιο, ήταν έθιμο να παρασκευάζονται στο Ριζοκάρπασο κατά την εορτή του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και στην Ανύψωση του Τιμίου Σταυρού. Η λαγγόπιττα ήταν πίττα που έψηναν σε ειδικές πλάκες, τις οποίες μπορούσε να βρει ένας Ριζοκαρπασίτης σε ένα συγκεκριμένο βουνό, στη διαδρομή μεταξύ Ριζοκαρπάσου και Αποστόλου Ανδρέα. Οι πίττες αυτές, όταν ψήνονταν έμοιαζαν σαν κηρήθρες και καταναλώνονταν με μέλι της μέλισσας ή χαρουπόμελο. Περίφημες είναι και οι ριζοκαρπασίτικες μιλλόπιττες που παρασκευάζονται με λίπος χοιρινό, περίτεχνα ζυμωμένες και ανοίγουν σε πλούσια φύλλα. ʼλλη ιδιαιτερότητα γαστρονομική του Ριζοκαρπάσου αποτελούν τα μιλλωμένα κουλούρια. Μόνο στο Ριζοκάρπασο τα κουλούρια αυτά παρασκευάζονται, όχι μόνο με τα υλικά που περιλαμβάνουν γενικώς οι συνταγές στην υπόλοιπη Κύπρο, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση περιέχουν επίσης μυζήθρα, βούτυρο και γάλα. Από την εισβολή του 1974 και τον βίαιο εκτοπισμό των κατοίκων του Ριζοκαρπάσου, οι γαστρονομικές ιδιαιτερότητες της κωμόπολης απαντούν και σε άλλες περιοχές της Κύπρου, στις οποίες έτυχε να εγκατασταθούν οι πρόσφυγες κάτοικοί της. Αλλά και εμείς που καταγόμαστε από αυτό τον ευλογημένο τόπο, συνηθίζουμε να κρατούμε τις παραδόσεις και τα έθιμα, κυρίως κατά τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές μας, ακολουθώντας κατά γράμμα τις συνταγές και το ιδιότυπο διατροφολόγιο της περίλαμπρης και γενέθλιας κωμόπολής μας. Φυσικά, όσα αναφέραμε πιο πάνω, αποτελούν μόνο ελάχιστα στοιχεία από τον πλούτο και την κληρονομιά της ριζοκαρπασίτικης γαστρονομίας. Το πόσο σημαντικό είναι για ένα λαό να διατηρεί τις παραδόσεις, την ιστορία και τις συνήθειές του, δηλαδή τον τρόπο έκφρασης του πολιτισμού του, αποτελεί μια αναγκαιότητα, η οποία πρέπει να καταγράφεται και να αναδεικνύεται. Εν κατακλείδι, η γαστρονομία και οι διατροφικές συνήθειες ή και ιδιαιτερότητες ενός συγκεκριμένου συνόλου έχουν μεγάλη σημασία γιατί αντικατοπτρίζουν τον πολιτισμό, την ιστορία, την παράδοση, την κοινωνία, τη γεωγραφία, τη δημογραφία, τον τρόπο ζωής και έκφρασης ατόμων στον χρόνο και στον τόπο. Αυτά ακόμη αποτελούν στοιχεία πατριδογνωσίας και λαογραφίας, ουσιαστικά ένα παράθυρο στην εθιμική μας ζωή, έναν ιστό που συνδέει το παρελθόν με το παρόν μας, μια διαδρομή στην ιστορία που σκιαγραφεί το μέλλον.
Ida Pershitz
Ida Pershitz, µια γυναίκα που κατάφερε, σε περίοδο ανδροκρατίας να πάρει το ρόλο ενός άνδρα και να γίνει σεβαστή και πρότυπο σε όλη την Κύπρο. Γνωστή ως Πέρτσιενα, συντέλεσε στην ανάπτυξη πολλών εσπεριδοειδών που δεν υπήρχαν στην Κύπρο και βοήθησε στη λειτουργία του θεσµού της «Γιορτής του Πορτοκαλιού». Το παρελθόν της µοναδικό και η πορεία της αξιοθαύµαστη.
ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΩΝΙΑ
Η νεαρή Ida, προερχόµενη από µια πλούσια ρωσοεβραϊκή οικογένεια, το 1921 φεύγει από τη Ρωσία λαµβάνοντας υπόψη την εξέλιξη του κοµµουνισµού στη χώρα τους. Μαζί µε τη µητέρα, το πατέρα και το µικρότερο αδερφό της πήγε στο Μπιαλιστόκ της Πολωνίας και εκεί ήταν που γνώρισε τον κ. Πέτριτς και τον παντρεύτηκε.
ΜΕ ΤΟ ΣΥΖΥΓΟ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ
Με την οικονοµική βοήθεια της µεγάλης αδελφής της µητέρας της Ida, η οποία ζούσε στην Αµερική, το ζευγάρι Πέρτσιτς µετέβηκε στην Παλαιστίνη όπου αγόρασε κάποια χωράφια. Τη γη την αγόρασε από τους Άραβες, που γι’ αυτούς ήταν άχρηστη και γεµάτη µικρόβια. Ο κ. Πέρτσιστς εργάστηκε σκληρά, απολύµανε τη γη και έφτιαξε περβόλια. Είχε φυτέψει πολλά εσπεριδοειδή όπως µανταρίνια, πορτοκάλια, γκρέιπφρουτ και πολλά άλλα.
ΤΕΛΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ: Η ΚΥΠΡΟΣ
Επειδή δεν ήταν εύκολο να εξάγει τα προϊόντα του ο κ. Πέρτσιτς αποφάσισε να έρθει µόνος του στην Κύπρο, όπου οι εξαγωγές στην Ευρώπη θα ήταν πιο εύκολο να γίνουν. Το 1930, όταν ήρθε, όλες οι εκτάσεις ήταν ακαλλιέργητες αλλά για τον ίδιο αυτό δεν ήταν εµπόδιο. Με τη βοήθεια του Γιάννη Χριστοφίδη, αγοράζει τα πρώτα αγροκτήµατα. Τα ιδανικότερα αγροκτήµατα ήταν στο Βαρώσι. Έτσι ξεκίνησε την επιχείρησή του φυτεύοντας αρχικά µικρά δενδρύλια, τα οποία καλλιεργήθηκαν µε καινούριες µεθόδους παρόµοιες µε εκείνες που χρησιµοποιούσαν στην Καλιφόρνια. Επίσης, εισήγαγαν στην Κύπρο παράνοµα ποικιλίες εσπεριδοειδών που δεν υπήρχαν εδώ, γιατί το απαγόρευαν οι Άγγλοι αποικιοκράτες και έδωσαν πολλές δουλειές σε αγρότες. Εγκατέστησε µεγάλες µηχανές που κινούσαν ηλεκτροτουρπίνες για πότισµα των δεντρών τους. Σε λίγα χρόνια µεγάλωσαν τα δέντρα και άρχισαν να αποδίδουν εισόδηµα. Το 1939 ήρθε και η υπόλοιπη οικογένεια στην Κύπρο γιατί ο κ. Πέρτσιτς αρρώστησε.
Η ΖΩΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΒΑΡΩΣΙ
Η ζωή της οικογένειας Πέρτσιτς ήταν αρχοντική. Κυκλοφορούσαν µε άµαξες, φορούσαν ρούχα αρχοντικά, είχαν το µοναδικό ψυγείο στο Βαρώσι, είχαν σόµπα και πάνω απ’ όλα τα χωράφια τους. Τους άρεσε η ζωή εδώ. Ήταν φθηνή και ο κόσµος ευχάριστος και φιλόξενος. Ελληνικά δεν µιλούσαν καθόλου γι’ αυτό και η Ida προσπαθούσε να µάθει µέσα από τη παρέα τους µε τη οικογένεια Χριστοφίδη. Λίγο πριν τελειώσει ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος ο κ. Πέρτσιτς, πέθανε από ασθένεια πνευµόνων, αφήνοντας πίσω τα δύο ανήλικα κορίτσια του, Luba και Ruth, και τη γυναίκα του σε µια χώρα που ούτε καν τη γλώσσα δεν ήξεραν.
Η IDA ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΑ ΗΝΙΑ
Όταν πέρασε η οικονοµική κρίση, συνέπεια του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου, η Ida µπήκε δυναµικά στην αγορά, καλλιεργώντας τα χωράφια της. Ήταν µια γυναίκα που αποτελούσε παράδειγµα για όλες τις γυναίκες της Κύπρου, αφού σε µια περίοδο ανδροκρατίας κατάφερε να πάρει το ρόλο ενός άνδρα και να γίνει το πρώτο όνοµα. Τα περιβόλια της ήταν γνωστά ως «Τα περβόλια της Πέρτσιενας». Βοηθούσε στις διάφορες εκδηλώσεις της πόλης και πρόσφερε πάντα τις υπηρεσίες της. Επίσης, άνηκε στην επιτροπή που διοργάνωνε τη γιορτή του πορτοκαλιού και βοήθησε στη λειτουργία του φαντασµαγορικού αυτού θεσµού. Αυτή και οι κόρες της ντύνονταν πρωτοποριακά για την εποχή και ήταν από τις πρώτες γυναίκες που φόρεσε παντελόνι στην Κύπρο.
Ό,τι αναλάµβανε το διεκπαιραίωνε και µάλιστα στην εντέλεια. Η Ida αισθανόταν Κύπρια, µιλούσε άριστα ελληνικά και πέθανε στην Κύπρο σε ηλικία 82 χρόνων. Βέβαια ποτέ της δε ξέχασε τη καταγωγή της. Ήταν πρόεδρος της Εβραϊκής κοινότητας και βοηθούσε τους Εβραίους, όταν έρχονταν στην Κύπρο, στην προσπάθειά τους να βρουν µια καινούρια πατρίδα. — μαζί με Nora Salveta.
Ιστορία Μέσης Εκπαίδευσεως Αμμοχώστου
Ιστορία Μέσης Εκπαίδευσεως Αμμοχώστου
1191- 1955
Το νύν Γυμνάσιον Αμμοχώστου αποτελεί
κατ/ ουσίαν συνέχεια κι επέκτασιν του Ημιγυμνασίου και της Ελληνικής Σχολής Βαρωσίων της οποίας οι ρίζες χάνονται είς τα βάθη της Τουρκοκρατίας και της Λατινοκρατίας .
Ήδη επί Λουζινιανών και Ενετών είς την Παλαιάν Αμμόχωστον εδιδάσκοντο ως ήτο πολύ φυσικόν λόγω της μεγίστης ακμής της πόλεως τα γράμματα υπό θεολόγων , Φράγκων βεβαιότατα εκπαιδευθέντων είς την Δυτικήν Ευρώπην. Τόπος διδασκαλίας ήσαν τα υπόστεγα του Ναού του Αγίου Νικολάου . Δυνάμεθα να φαντασθώμεν την τότε παρεχόμενην μόρφωσιν ως ομοίαν προς την Θεολογικήν μεσαιωνικήν μόρφωσιν την εν τη Δύσει καθ όλου παρεχόμενην .
Επί Φραγκοκρατίας οι διδάσκαλοι της Αμμοχώστου αναφέρεται οτι επληρόνοντο 400 Βυζάντια . Κατα τας παραμονάς της αλώσεως της Αμμοχώστου υπό των Τούρκων ( 1571) αναφέρεται οτι εν Αμμοχώστω ήτις επί Ενετών εγένετο σχεδόν συμπρωτεύουσα της Κύπρου ελειτούργουν Σχολεία ανωτέρας μορφώσεως τα μεγάλα σπουδάσια. Ο Κύπριος συγραφευς Νεόφυτος Ροδινός λέγει οτι ο πατήρ του Σολομών Ροδινός απο την Ποταμιούν όντας νέος είς τα σπουδαστήρια της Αμμοχώστου εγεύθηκεν ολίγον τίποτις των γραμμάτων γραμματικής τε και ποιητών και ιταλιάνικής γλώσσης .
Η διείσδυσις των Ελλήνων είς την όλην πνευματικήν θρησκευτικών και διοικητικήν οργάνωσιν της Φραγκοκρατίας και Ενετοκρατίας συνεχιζόμενη ήδη απο του ΙΔ/ αιώνος και δη απο της εποχής της Ελένης της Παλαιολογίνας φαίνεται οτι ήταν αρκετά σημαντική ώστε να συμβαίνει εν Αγίω Νικολάω Αμμοχώστου το 1507 το παρατηρηθέν υπό του Pierre Messenge: ο επίσκοπος του Αγίου Νικολάου καθεδρικού ναού Αμμοχώστου διαμένει εν Ρώμη και μόνον ολίγοι κληρικοί ευρίσκονται εν αυτώ να τελέσουν λειτουργία. Οι ιερείς λέγουν τη λειτουργίαν κατα τη ρωμαϊκή συνήθεια καίτοι Έλληνες.
Οι Έλληνες τούτοι κληρικοί του Αγίου Νικολάου ως παρατηρεί ο Enlart υπάγονται είς το ευρύτερον φαινόμενον της αλληλεπιδράσεως και αλληλοαφομοιώσεως Ελλήνων και Φράγκων και Ενετών .
Ιστορία Μέσης Εκπαίδευσης Αμμοχωςτου
Κώστα Π. Κυρρη
Τρίκωμο – Καντάρα – Καρπασία
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1878 ο ανταποκριτής του ILLUSTRATED LONDON NEWS σε μια νέα ανταπόκριση από την Κύπρο περιέγραφε τις εντυπώσεις του από μια επίσκεψη στο Τρίκωμο, την Καντάρα και σε χωριά της Καρπασίας, όπως τον Αγιο Θεόδωρο, την Επτακώμη και την Κώμη Κεπήρ.
Στο ταξίδι του αυτό που έγινε με άλογα συνόδευε το νέο βρετανό διοικητή της Αμμοχώστου Λοχαγό Σβαίην, κατά τη διάρκεια επιθεώρησης που έκαμνε στα χωριά αυτά.
Σ’ αυτό το ταξίδι μιλά για τους κατοίκους και για τα προβλήματά τους.
Η ανταπόκριση της 6ης Σεπτεμβρίου που δημοσιεύθηκε στην έκδοση της 5ης Οκτωβρίου έχει ως εξής:
“Τη Δευτέρα, 2 τρέχοντος μετά που άφησα τα σκίτσα, τις φωτωγραφίες και τις επιστολές μου για σας με το Λοχαγό Ιγκλις, βοηθό διοικητή της Αμμοχώστου, για να τους στείλει στη Λάρνακα, προχωρήσαμε προς την πιο άγρια απ’ όλες τις περιοχές, την ύπαιθρο. Ο διοικητής Λοχαγός Σβαίην ή μάλλον Καϊμακάμης της επαρχίας, όπως θεωρείται από τους αυτόχθονες, με το γραμματέα του και το μεταφραστή του κ. Γκαμπετίνο, κι εμένα, σχηματίσαμε μια ομάδα.
Μαζί μας ήταν οι μούλες που μετέφεραν τις αποσκευές μας και οι μουλάρηδες και προχωρήσαμε με συνοδεία δύο Τούρκους ζαπτιέδες αστυνομικούς με τις γραφικές στολές τους. Αφού συγκεντρωθήκαμε μπροστά από το Κονάκι στην Αμμόχωστο, εγκαταλείψαμε την πόλη από τις μεσαιωνικές της πύλες με τους φρουρούς να χαιρετούν με το σωστό τρόπο τον Καϊμακάμη. Ο Λοχαγός Σβαίην είναι πολύ αυστηρός στην πειθαρχία και διατηρεί τόσο τους ζαπτιέδες όσο και τους στρατιώτες. Αλλά λυπούμαι να πω ότι υπάρχουν ακριβώς τώρα πολλοί λιποτάκτες. Αυτό δεν οφείλεται στην πειθαρχία, αλλά οι Τούρκοι αισθάνονται ότι η διακυβέρνηση τους έχει τερματισθεί στο νησί και γνωρίζουν ότι έχουν δώσει πολλές αιτίες για να φοβούνται αντίποινα από τους Ελληνες. Κατά συνέπεια άρχισε μετανάστευση Τούρκων στις ακτές της Συρίας.
Αρχισε να σουρουπώνει πολύ πριν φθάσουμε στον πρώτο μας σταθμό και όπως ο ήλιος δύει γρήγορα ήταν περασμένο βράδυ σαν φθάσαμε στο Τρίκωμο. Εδώ μας προσκάλεσαν να μείνουμε με τον αρχιγεωργό και έμπορο της περιοχής κ. Μιχαήλ. Η Βρετανική σατιρική επιθεώρηση PUNCH σατιρίζει την άφιξη του πρώτου Υπατου Αρμοστή στην Κύπρο Σερ Γκάρετ Γούσλη, που ασπάζεται το χέρι της Θεάς Αφροδίτης με τα ακόλουθα: Ομιλούσα Αφροδίτη, στο Παφιακό μου Ιερό δεν μαζεύονται πια προσκηνυτές όπως πρώτα. Τα πετράδια που κάποτε στο νησί μου άστραφταν δεν λάμπουν πια. Αλλά περισσότερο από όλα τα παλαιά της πετράδια, ο Γκάρνετ μου έρχεται μαζί σου, που η κυβέρνηση του φέρνει βρετανικό χρυσάφι για να ξαναζωντανέψει την Κύπρο. Εμβλημα της δύναμης και του δικαίου στην πατρίδα. Εμβλημα στα ξένα, ή «κλεμμένο” Αφροδίτη, κόρη του αφρού, τυλιγμένη στη βρετανική σημαία.
Στο σπίτι του, έξω από το χωριό κατεβήκαμε μετά από τρεις ώρες και τρία τέταρτα πάνω στις σέλλες των αλόγων.
Εντυπωσιαστήκαμε από την άνεση του διαμερίσματος μας. Νωρίς το πρωί της τρίτης εγώ άρχισα να ζωγραφίζω και ο διοικητής ασχολήθηκε με δουλειές. Δέχθηκε δυο ιερείς και τρεις γεωργούς.
Ενας από τους γεωργούς μίλησε καλά και φαινόταν έξυπνος, ενώ οι ιερείς ήσαν ντροπαλοί και δυστατικοί. Μιλούσαν μόνο για φόρους και χρήματα που είχαν δοθεί στους Τούρκους, οι οποίοι φαίνεται λήστευαν τους Ελληνες κατοίκους πριν από την αναχώρηση τους με όλους τους τρόπους εκβιασμών.
Αναχωρήσαμε από το Τρίκωμο στις τρεις τό απόγευμα και δεν περιμέναμε να φθάσουμε στον Αγιο Θεόδωρο μέχρι το βράδυ, αλλά ιππεύσαμε μόνο διόμισυ ώρες.
Προχωρήσαμε ανατολικά προς την ακτή διά μέσου μιας υπαίθρου από λόφους και πεδιάδες καλυμμένες με χαμηλούς θάμνους.
Περάσαμε από πολλά ρυάκια και πήγαμε γύρω από ένα πετρώδες σημείο σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα και συναντήσαμε μια μεγάλη σειρά από μούλες που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση, όπου το μονοπάτι ήταν πολύ άσχημο.
Μετά, αφού περάσαμε το σημείο Palaea στρίψαμε βορειδυτικά διά των Γαστριών προς τον Αγιο Θεόδωρο, ένα αξιοθρήνητο χωριουδάκι, όπου θα μέναμε στο σπίτι του κ. Ντίγκλη, μαλτέζικης καταγωγής.
ΝΕΟΝ ΚΙΤΙΟΝ 23/8 Φεβρουρίου 1880 σε αναδημοσίευση από τη ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (26 10 1934)
Εκαμε ό,τι μπορούσε για να μας φιλοξενήσει. Αυτός ο τόπος είναι ενδιαφέρων γιατί είναι ο τόπος του τελωνείου, αλλά αμφιβάλλω πολύ, εάν, μετά την επιθεώρηση από τον άγγλο Καϊμακάμη, θα εξακολουθήσει να παραμένει χώρος για το τελωνείο.
Δεν λυπηθήκαμε που φύγαμε την επομένη μέρα το πρωί μόλις μπορέσαμε μετά απ’ όπου ο Διοικητής δέχθηκε σημαίνοντες παράγοντες ιερείς και γεωργούς, όπου όλοι φαίνονταν να είχαν καμφθεί από τις φορολογίες και τη φτώχεια.
Τώρα ακολουθήσαμε ένα μονοπάτι που οδηγεί προς τους λόφους, αφήνοντας πίσω μας τη θάλασσα.
Σύντομα το έδαφος βελτιώθηκε και η σκηνή κατέστη περισσότερο αγροτική και λιγότερη έρημη. Τα χωράφια, τα χωριά και οι φάρμες ήσαν πιο συχνές.
Τα ρυάκια δεν ήσαν εντελώς ξηρά και όπου διατηρείτο υγρασία φύτρωναν πυκροδάφνες. Τα κοπάδια από αρνιά και οι αγέλες από βώδια ήσαν πιο μεγάλες και πολύ καλές. Τα ελαιόδενδρα επίσης ήταν πιο άφθονα. Είχαμε εισέλθει σε μια πιο πλούσια επαρχία.
Περάσαμε τη γραμμή του τηλεγραφείου που συνδέει το υποθαλάσσιο καλώδιο στα ανατολικά. Η απλή θέα κάτι όπως το νερό ή ακόμη και υγρασίας και βλάστησης είναι πολύ ευχάριστο στα μάτια μετά από μια συνεχή πορεία έρημων και καιομένων κοιλάδων από τον ήλιο.
Περάσαμε καραβάνια με γκαμήλες και ιππέων πάνω σε μούλες.
Ενωρίς την ημέρα φθάσαμε στην Επτακώμη, ένα λαμπρό χωριό σε ένα αντέρεισμα των νοτίων λόφων των βουνών της Καρπασίας. Εδώ συναντήσαμε τον κ. Παρκές, ένα άγγλο, ο οποίος δίπλα στον τελευταίο πρόξενο κ. Λαγκ, είχε τη μεγαλύτερη πείρα για τη νήσο. Διασκεδάσαμε με τη συνήθεια του καπνίσματος με λιβάνι που γίνεται με την άφιξη οποιουδήποτε σημαντικού ξένου ή στις περιπτώσεις οποιασδήποτε σοβαρής εργασίας.
Το σπίτι όπου μείναμε ήταν πολύ γραφικό από όλα τα άλλα που είχαμε δει. Μας προκάλεσε έκπληξη όταν είδαμε νυστιά και μας λέχθηκε ότι υπάρχει πραγματικό κρύο το χειμώνα.
Υπολογίζω ότι βρισκόμαστε σε ένα υψόμετρο 500 ποδών πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Εγινε δεκτή η συνηθισμένη αντιπροσωπεία που ήταν μάλλον πιο μεγάλη εδώ.
Επίσης εκτέλεσε επίσκεψη στον Αγγλο Καϊμακάμη ο Μουδίρης από το γειτονικό χωριό. Μια περίπτωση επίθεσης τέθηκε ενώπιον του Καϊμακάμη και λέχθηκε ότι σ’ αυτή την βίαιη επαρχία οι απαγωγές συνέβαιναν τακτικά.
Η διαδικασία ήταν λίγο παράξενη και γραφική. Κάηκε μια μεγάλη ποσότητα λιβανιού. Η ικανοποίηση φάνηκε να απλώνεται εδώ, όπως συνέβη σε κάθε περιοχή μετά την επίσκεψη του Καϊμακάμη. Ο Κάπταιν Σβαίην φαίνεται να είναι πολύ δημοφιλής και γενικά γίνεται δεκτός και επευφημείται.
Μετά το μεσημέρι ο Μουδίρης μας συνόδευσε στην Κώμη Κεπηρ. Στείλαμε τις αποσκευές μας από ένα άλλο ευθύ δρόμο από τον Αγιο Θεόδωρο. Μας υποδέχθηκε όλος ο πληθυσμός του χωριού με την καμπάνα της εκκλησιάς να κτυπά για να ειδοποιηθούν οι αγρότες για την άφιξη του Καϊμακάμη.
Το πλήθος μας ακολούθησε τρέχοντας για να προλαβαίνει τα ζώα μας, μέχρι το σπίτι που ετοιμάστηκε για μας.
Η υποδοχή και εδώ έμοιαζε με τις προηγούμενες, αλλά ήταν σε μεγαλύτερη έκταση. Επισκεφθήκαμε το Μουδίρη στο σπίτι του και τον συνοδεύσαμε στο περιβόλι του έξω από το χωριό. Πεπόνια διαφόρων ειδών, καλαμπόκι και διάφορα λαχανικά υπήρχαν όπως συμβαίνει όπου υπάρχει νερό.
Αλλα ο κόσμος είναι πολύ φτωχός για να έχει τα μέσα για να βγάζει πηγάδια και αποθήκες νερού ή να χρησιμοποιεί μούλες και άλογα που απαιτούνται για να βγάζουν το πολύτιμο υγρό με αλακάτια.
Εξω από την Κώμη Κεπήρ υπάρχουν αμπελώνες και ελαιόδενδρα και εδώ ήταν ο μόνος τόπος όπου είδαμε φράκτες.
Σε αυτό το χωριό είδαμε ελαιοτριβεία. Μέσα σε ένα δεκαπενθήμερο οι ελιές θα είναι έτοιμες για συλλογή. Η εισαγωγή των καταλλήλων μηχανημάτων για τον σκοπό αυτό θα ανταπέδιδε σε κάθε άγγλο επιχειρηματία που θα έστρεφε την προσοχή του σ’ αυτό.
Την Τρίτη στείλαμε τις αποσκευές μας πίσω στο
Τρίκωμο. Εκεί εξασφαλίσαμε τις υπηρεσίες συνοδού για να μας μεταφέρει στα βουνά μέχρι το Μοναστήρι της Καντάρας. Γνωρίζαμε σύμφωνα με το χάρτη, ότι το μοναστήρι βρισκόταν λίγα μίλια από το κάστρο της Καντάρας, που βρίσκεται στην πιο ψηλή κορφή.
Είναι φανερό ότι αυτό μόνο γνώριζε ο συνοδός μας. Μας μετέφερε μέχρι μισό μίλι από το Κάστρο και μετά ανησυχούσε να μας μεταφέρει στο Δαυλό, στην άλλη πλευρά της οροσειράς.
Αλλά σ’ αυτό αντιταχθήκαμε και κατευθυνθήκαμε προς το Κάστρο ή μάλλον προς τον καταπληκτικό βράχο πάνω στον οποίο βρίσκεται το εξαιρετικό αυτό γοτθικό ερείπιο.
Οι λόφοι αυτής της οροσειράς που δεν υπερβαίνει τις 2.000 πόδια είναι αξιοσημείωτοι με τη σουγλερή μορφή τους.
Βρισκόμαστε στο πιο οψηλό σημείο και μπορούσαμε να δούμε τη θάλασσα και από τις δυο πλευρές, ενώ κατευθυνόμαστε δυτικά σε ένα μονοπατάκι που χρησιμοποιούσαν οι κατσίκες.
Κινούμαστε μέσα στις μυρτιές και τα πεύκα για να βρούμε μονοπάτι.
Βρήκαμε το μοναστήρι μπροστά μας και πληροφορηθήκαμε ότι ο ιερέας από το Ηλιος (;) έφθασε για να μας συναντήσει με προμήθειες από παγωμένο κοτόπουλο και αυγά.
Ο μόνος ένοικος σ’ αυτό το μοναστήρι είναι ένας ηλικιωμένος, κουρελλής μοναχός που παραπονείται ότι τα βοσκόπουλα του ρίχνουν πέτρες και οδηγούν τα κοπάδια τους μέσα στο χώρο του μοναστηριού στην ουσία στην οροφή των κτιρίων.
Εφημερίδα ΝΕΟΝ ΚΙΤΙΟΝ 25/6 Αυγούστου 1879
Βρισκόμαστε πολλά πόδια πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και οι ακτίνες του ήλιου ήσαν έντονες.
Καταναλώσαμε αρκετό νερό. Μόνο οι Τούρκοι Ζαπτιέδες που ήταν μαζί μας, πιστοί στη μουσουλμανική τους θρησκεία αρνήθηκαν να πιουν και περιορίστηκαν να πλύνουν τα πρόσωπα τους και τα χέρια τους, γιατί αυτό το μήνα ήταν το Ραμαζάνι τους (από 28 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 27 Οκτωβρίου) και τους απαγορεύεται να τρώνε ή να πίνουν ή ακόμα και να καπνίζουν μεταξύ ανατολής και δύσης του ηλίου.
Αξιζε να δεις την έκταση με την οποία απολάμβαναν το νερό και το κάπνισμα μετά τη δύση του ηλίου.
Για το μοναστήρι της Καντάρας πολύ λίγα ή τίποτε μπορούν να λεχθούν εφόσον δεν υπήρχε τίποτε να δούμε.
Μόνο το εκκλησάκι του κτιρίου επιδιορθώνεται και το εσωτερικό του περίεργο σε μεγάλο βαθμό από την κακόμοιρη και φτωχή του εμφάνιση.
Εφόσον αυτό το μοναστήρι έχει σημαντική έκταση γης, θα ήταν ενδιαφέρον για τους οικονομολόγους να εξετάσουν τη δαπάνη που χρειάζεται.
Ο σωματώδης φιλόξενος ιερέας που ήλθε από το Ηλιος ζει πλουσιοπάροχα. Η κάθοδος από το μοναστήρι στην πεδιάδα ήταν μια δοκιμασία που δεν θα ήθελα ελεύθερα να επαναλάβω.
Τα πολλά ζικ-ζακ μονοπάτια, τα οποία κατά τη διάρκεια του χειμώνα θα αποτελούν την “κοίτη” μικροχειμάρρων είναι γεμάτα από πέτρες, ώστε να μη μπορείς να ιππεύσεις. Ομως αυτά τα μονοπάτια προστατεύονται από τον αέρα και τον ήλιο. Για να οδηγήσεις μια μούλα κάτω από ένα τέτοιο μέρος είναι μια έντονη αγωνία.
Βρήκαμε παγωμένο νερό μετά σε ένα μικρό χωριό και καφέ στο Ηλιος στο σπίτι του Ιερέα, καθοδόν προς το Τρίκωμο”.
( Πίνακας Πώλ Γεωργίου 1901-1972)