Καταβολές Αμμοχώστου
Πορεία προς την ανάπτυξη
1878-1974
( Μέρος Αʼ)
Με την άφιξη των Βρετανών το Βαρώσι των 2000 κατοίκων απεχθές να αναπτύσσεται απο κάθε άποψη. Λόγω επισκευής επέκτασης και αναβάθμισης του λιμανιού της αλλά και λόγω της σιδηροδρομικής σύνδεσης της πόλης με την πρωτεύουσα Λευκωσία στις αρχές του 20ου αιώνα δόθηκε μια ώθηση στην εμπορικότητα της . Ενώ οι Τούρκοι επέλεξαν να παραμείνουν στη παλιά πόλη χωρις προοπτική ανάπτυξης η εκτός των τειχών περιοχή αναπτυσσόταν ραγδαία και μετατρεπόταν σε μια σύγχρονη και ακμάζουσα πόλη. Είχε μια πρωτοφανή ανοδική πορεία σε όλους τους τομείς .
Η ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 έκανε την Αμμόχωστο να γίνει το εμπορικό και τουριστικό διαμάντι της Κύπρου . Μια πόλη υπόδειγμα πολιτισμικής αναγέννησης και οικονομικής ανάπτυξης . Τα όρια της πόλης όπως τα κατέγραψε το 1933 ο χωρομέτρης Χριστόδουλος , έφταναν δυτικά μέχρι το τρίτο μίλι του δρόμου Αμμοχώστου Λάρνακος και προχωρούσαν βορειοδυτικά στα σύνορα της Αχερίτου συνέχιζαν στα σύνορα του χωριού Έγκωμη και έφταναν μέχρι το κέντρο Κλαψίδες περνούσαν κατα μήκος της θάλασσας ανατολικά μέχρι το Μοναστηράκι ακολουθούσαν τα σύνορα του χωριού Δερύνεια και έκλειναν στο τρίτο μίλι Αμμοχώστου Λάρνακας. Απο το 1944-1974 επί Δημαρχείας Γ. Εμφιετζή , Αδάμ Αδάμαντος και Ανδρέα Πούγιουρου έγινε μεγάλη πρόοδος. Η πόλη χτίστηκε βάσει ρυμοτομικού σχεδίου . Όλοι οι δρόμοι άσφαλτοστρώθηκαν κτίστηκαν ωραία κτίρια ανοίχτηκε η λεωφόρος Κεννετυ κατα μήκος της Χρυσής Ακτής δημιουργήθηκαν πλατειες πάρκα και προσβάσεις προς τις παραλίες οι οποίες έλαμπαν απο καθαριότητα. Η Αμμόχωστος έγινε συνώνυμη της ανάπτυξης και της προόδου .
Πολιτιστική Ανάπτυξη
Επί Αγγλοκρατίας η πόλη άρχισε να ανασαίνει πνευματικά. Το 1892 υπήρχαν 3 Αρρεναγωγεία , 2 Παρθεναγωγεία , χωριστό δημοτικό σχολείο στον ʼγιο Μέμνονα, και η Ελληνική Σχολή . Το 1899 η Σχολική Εφορεία δραστηριοποιήθηκε στα Σχολεία Βαρωσίων και Αμμοχώστου ιδρύοντας και άλλα Αρρεναγωγεία και Παρθεναγωγεία . Το 1903 ιδρύθηκε ο Γυμναστικός Σύλλογος Ευαγόρας και το 1907 το ομώνυμο Λαϊκό αναγνωστήριο . Το 1911 ιδρύθηκε το σωματείο Ανόρθωσις πνευματικό φυτώριο με πλούσια αθλητική και πολιτιστική δράση που ανατινάχθηκε απο τους Βρεττανούς το 1958 δέκα χρόνια μετα την ίδρυση του σωματείου Νέα Σαλαμις (1948) . Το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώςτου ιδρύθηκε το 1923 στη βάση της Ελληνικής Σχολής . Το 1930 η Μαρία Π. Ιωάννου ίδρυσε το Λύκειο Ελληνίδων Αμμοχώστου με σημαντική προσφορά στα πολιτιστικά . Απο αυτό απεφοίτησαν σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών . Η Δημοτική Βιβλιοθήκη και η Πινακοθήκη που ιδρύθηκαν το 1953 και 1959 αντίστοιχα απετέλεσαν εργαστήρια πνευματικής καλλιέργειας και πολιτιστικής ανάπτυξης. Η Πινακοθήκη φιλοξένησε έργα διακεκριμένων ζωγράφων. Το 1960 δηλαδή μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου ο Κυριάκος Χατζηωάννου ίδρυσε τον Επιστημονικό και Φιλολογικό σύλλογο Αμμοχώστου που διοργάνωνε εκδηλώσεις και εξέδιδε επιστημονική επετηρίδα . Απο την ίδρυση του το 1905 ο φιλόπτωχος σύλλογος κυριών διοργάνωνε μεγάλες εορταστικές εκδηλώσεις όπως τα Ανθεστηρία και τη γιορτή του Πορτοκαλιού κάθε Μάρτιο. Οι παρελάσεις των διακοσμημένων αρμάτων με Ανθη ή πορτοκάλια ήταν ένα φαντασμαγορικό και ψυχαγωγικό θέαμα που προσήλκυε πλήθος κο?σμου κάνοντας όλη τη πόλη να πάλλεται απο χαρά κι αισιοδοξία. Στα εκπαιδευτήρια Αμμοχώστου και στο Αρχαίο θέατρο Σαλαμίνας παίζονταν αρχαίες τραγωδίες τις οποίες παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον πλήθος τουριστών .
Ιστορικά
Αγγείο ελεύθερου ζωγραφικού ρυθμού
Αγγείο ελεύθερου ζωγραφικού ρυθμού (750 600 π.Χ.) βρίσκεται στο Κυπριακό Μουσείο και είναι σήμα κατατεθέν της Κύπρου, όπως και τα μοτίβα του.
Γι′ αυτό και το πουλί στο τελευταίο ποίημα, με τίτλο «Αγγείο ελεύθερου ρυθμού», επισκοπεί τον τόπο από ψηλά και «Oculus meus», λέει, «εστί memoria». Με αναμίξ λατινικά κι ελληνικά ομιλεί το πουλί, ανακαλώντας μια γνωστή φράση του Αγίου Βερνάρδου: «Ο οφθαλμός μου είναι η ανάμνηση» βλέπουμε, δηλαδή, αληθινά μέσω της μνήμης. Το σχήμα του πουλιού ξεσηκώθηκε από το πλήθος των αγγείων ελεύθερου ζωγραφικού ρυθμού (free field style) που βρέθηκαν στην ανατολική περιοχή της Επαρχίας Αμμόχωστου. Ανάγονται στον 6ο αι. π.Χ. Το Επαρχιακό Μουσείο Αμμοχώστου είχε σημαντική συλλογή από αυτά.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Το Παλιό Βαρώσι – Αυλές Σπιτιών
Αγνή Μιχαηλίδη
Το Παλιό Βαρώσι
Αυλές Σπιτιών
Η αυλή ήταν πραγματικά όαση. Στο βάθος ο απαραίτητος φούρνος και στην άλλη άκρη μια κιτρομηλιά, μια ελιά, μια μουριά και τα διάφορα μυριστικά , οι βασιλικοί , οι ματζουράνες, οι τριανταφυλλιές του Μάρτη. Σε περίβλεπτο μέρος ήταν φυτεμένος ένας μεγαλοπρεπής Απήγανος. ( πήανος) . ʼφθαστο αντίδοτο στο κακό μάτι. Έπρεπε να υπάρχει σε όλα τα σπίτια . Ποιος ξέρει τι ήταν το μάτι του επισκέπτη; Αν ήταν κακό ο Απήγανος δεν άφηνε τη γουρσουζιά να μπή στο σπίτι , το κίτρινο του άνθος την έδιωχνε μακρυά.
Το γιασεμί μικρό ή μεγάλο δεν έλειπε απο κανένα σπίτι . Σκορπούσε παντού τη λεπτή του μυρουδιά τόσο που έγινε η χαρακτηριστική μυρουδιά που περίμενες οπωσδήποτε να σε κτυπήσει σε όποιο σπίτι έμπαινες.
Στην περιοχή φυσούν σχεδόν πάντα άνεμοι. Και οι κάτοικοι πολύ σοφά εξεμεταλλεύτηκαν το γεγονός αυτό. Εγκατέστησαν στις αυλές , ανεμόμυλους και τραβούσαν ανέξοδα σπο τα βάθη της γης το πολύτιμο υγρό. Το θέαμα ήταν πολύ ωραίο σαν τους έβλεπες να στριφογυρίζουν στον αέρα ασταμάτητα λες και είπαν συναγωνισμό ποιος θα γυρίζει περισσότερο στον ίλιγγο του.
Ιδιοτυπία και γενικά χαρακτηριστικά των Λινοβαμβάκων
Οι Λινοβάμβακοι ζούσαν ανάμεσα στις δυο θρησκείες, τον Χριστιανισμό και τον Μωαμεθανισμό, όχι σαν μια αυτοτελής θρησκευτική και εθνική ομάδα ή κοινότητα, αλλά σαν μια ιδιότυπη ομάδα, η οποία στα φανερά παρουσιάζονταν ενσωματωμένη στη μουσουλμανική κοινότητα του νησιού, ενώ στα κρυφά συμμετείχε στον βαθμό που οι περιστάσεις της επέτρεπαν στην χριστιανική πίστη. Είναι πολύ πιθανό ότι τόσο οι πραγματικοί Μουσουλμάνοι όσο και οι Χριστιανοί θα τους γνώριζαν, αλλά οι μεν πρώτοι τους ανέχονταν εφόσον δεν έδειχναν με οποιαδήποτε ενέργειά τους ότι αποκήρυτταν τη μουσουλμανική πίστη και λατρεία, οι δε δεύτεροι τους έβλεπαν είτε αδιάφορα, είτε με συμπάθεια, είτε με κάποια περιφρονητική διάθεση – αυτό εξάλλου υποδηλώνουν και ορισμένες από τις ονομασίες με τις οποίες είναι γνωστοί – επειδή μετέρχονταν τη μέθοδο της διπλής θρησκευτικής υπόστασης, για να εξασφαλίσουν κάποια πλεονεκτήματα, που δεν θα μπορούσαν να τα έχουν, αν έμεναν φανερά προσηλωμένοι στην πατρική τους θρησκεία και εθνότητα.
Έτσι, εφόσον οι Λινοβάμβακοι είχαν δυο ιδιότητες, όλη η ζωή τους, από τη γέννησή τους μέχρι τον θάνατό τους, ήταν μια συνεχής προσπάθεια να ανταποκριθούν στις αντιφατικές απαιτήσεις της διπλής τους υπόστασης. Σαν Μουσουλμάνοι, έπαιρναν μουσουλμανικά ονόματα.Το αγόρια σε κάποια ηλικία υποβάλλονταν σε περιτομή, αν και πολλά απ’ αυτά απέφευγαν αυτή την επέμβαση με δωροδοκία του χότζα από τους γονείς τους. Πήγαιναν στο τζαμί και ακολουθούσαν τις θρησκευτικές υποχρεώσεις και λατρευτικούς τύπους της μουσουλμανικής θρησκείας, που σχετιζόταν με τις γιορτές, τον γάμο, την κηδεία και την ταφή. Όταν οι νεαροί Λινοβάμβακοι ήσαν σε ηλικία στράτευσης, σαν Μουσουλμάνοι υπέκειντο στη στρατολογία ως κληρωτοί για πέντε χρόνια, πολλές φορές μάλιστα για υπηρεσία εκτός Κύπρου, σ’ άλλα μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις μάταια προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι ήταν Χριστιανοί και όχι Μουσουλμάνοι, για να αποφύγουν τη στράτευση, επειδή οι Χριστιανοί ήταν απαλλαγμένοι και πλήρωναν γι′ αυτή την απαλλαγή έναν ειδικό φόρο, που λεγόταν bedel askerie.
Από την άλλη, οι Λινοβάμβακοι, σαν κρυφοί Χριστιανοί, βαπτίζονταν στα κρυφά από Χριστιανό ιερέα και έπαιρναν χριστιανικό όνομα, με το οποίο τους καλούσαν οι δικοί τουςκαι οι όμοιοί τους, όταν υπήρχε ασφάλεια. Το χριστιανικό αυτό όνομα έμοιαζε συνήθως με το μουσουλμανικό, π.χ. Γιωσήφης – Γιουσούφ, Σολομός – Σουλεϊμαν, Αβραάμ – Ιμπραχίμ, Αντριιανού – Τουτού, Ελένη – Σιελούκκα, κλπ. (Μ.Ν. Χριστοδούλου, «Περί των Λινοβαμβάκων», Συμπόσιον Λαογραφίας, Λευκωσία, 1972, σ. 108). Παράλληλα με τη συμμετοχή τους στην μουσουλμανική λατρεία τηρούσαν με αρκετή ή λιγοστή συνέπεια τις υποχρεώσεις τους προς τη χριστιανική θρησκεία γιορτάζοντας κρυφά, σε προχωρημένες ώρες της νύχτας ή σε απομακρυσμένα από την τουρκική διοίκηση χριστιανικά χωριά ή σε ξωκλήσια, τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα ή τις γιορτές των τοπικών αγίων. Οι γάμοι γίνονταν ως επί το πλείστον με μέλη άλλων λινοβαμβακικών οικογενειώνκαι σύμφωνα με τον χριστιανικό τρόπο σε εκκλησία ή σε σπίτι από κάποιο ιερέα. Αλλά και γάμοι με Χριστιανούς και Μουσουλμάνους μπορούσαν να γίνουν, Ως προς την φοίτηση, σε εποχή που σε πολλά χωριά δεν υπήρχαν σχολεία, όσοι είχαν την ευχέρεια φοιτούσαν στο ελληνικό σχολείο του χωριού τους ή κάποιου κοντινού χωριού. Όταν άρχισαν να ιδρύονται και τουρκικά σχολεία, τα παιδιά των Λινοβαμβάκων ήσαν υποχρεωμένα να φοιτούν σ΄αυτά. Με την ανάπτυξη του εθνικισμού στα σχολεία αυτά οι φανατικοί Τούρκοι δάσκαλοι τους μάθαιναν την τουρκική γλώσσα και τους απαγόρευαν να μιλούν ελληνικά. Ως προς τις συνήθεις, τα ήθη και τα έθιμα, την ενδυμασία και τις λαϊκές παραδώσεις, οι Λινοβάμβακοι διέφεραν πολύ λίγο από τους άλλους κατοίκους του νησιού. Υφίσταντο και αυτοί, όπως και οι Μουσουλμάνοι, την επίδραση των Ελληνοκυπρίων, αλλά υφίσταντο ταυτόχρονα και μουσουλμανικές επιδράσεις. Όταν τέλος ερχόταν η ώρα της εγκατάλειψης της επίγειας ζωής, ζητούσαν συνήθως να τύχουν των τελευταίων φροντίδων σύμφωνα με τη χριστιανική τους θρησκεία, προτού κηδευθούν σε μουσουλμανικό κοιμητήριο σύμφωνα με τη μουσουλμανική θρησκεία.
Είναι πολύ πιθανόν ότι, όπως κατάφεραν να επιβιώσουν για τόσα χρόνια, παρά την αυξανόμενη πίεση πάνω τους για να αφομοιωθούν πλήρως με το μουσουλμανικό στοιχείο, να κατορθώσουν και στην εποχή μας, κάποιο ποσοστό τουλάχιστον Λινοβαμβάκων, να διατηρήσουν και να κληροδοτήσουν και την επόμενη γενεά τη διφυή υπόστασή τους.
Του Β. Χριστοδούλου
Πηγή: Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC
Αγγειοπλάστες
Τα αγγεία αυτά συγκρινόμενα με εκείνα των άλλων κέντρων αγγειοπλαστικής παράδοσης διαφέρουν ως προς το χρώμα και την τεχνική κατασκευής τους. Είναι συνήθως ανοικτόχρωμα αγγεία του νερού, οι στάμνες οι λεγόμενες κούζες, σε διάφορα μεγέθη με τοπικές ονομασίες. Τα αγγεία αυτά τα κατασκεύαζαν άντρες αγγειοπλάστες, οι κουζάριδες. Τόσον ο πηλός όσο και η τεχνοτροπία κατασκευής τους διέφεραν από τα άλλα κέντρα. Τα κατασκεύαζαν με τη χρήση ποδοκίνητου τροχού κεραμικής. Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν ήταν ανάμειξη δύο ειδών αργίλου. Από τον ποταμό της ΄Εγκωμης έπαιρναν τον ασπριδερό αμμώδες είδος και το χρωμάτιζαν ελαφρά με το κόκκινο είδος αργίλου από την περιοχή της Δερύνειας. Οι αναλογίες που χρησιμοποιούσαν ήταν οικογενειακό μυστικό από πατέρα σε γιο, το οποίο μετέφεραν άγραφο από γενεά σε γενεά. Η ανάμειξη τους ήταν τέτοια ώστε να δίνει το ποθούμενο χρώμα και την καλή ποιότητα του αγγείου τους ώστε το νερό διερχόμενο από τους πόρους να κρατεί το περιεχόμενο της κούζας δροσερό.
Τα μεγάλα αγγεία τα κατασκεύαζαν σε δύο στάδια στον τροχό κεραμικής. Κατασκεύαζαν
πρώτα το κυρίως σώμα του αγγείου και μετά, σε δεύτερο στάδιο το λαιμό του αγγείου. Τέλος πρόσθεταν τα χέρια. Λόγω του μεγέθους τους χρειαζόταν μεγάλη δεξιοτεχνία και δύναμη για το τράβηγμα του αγγείου στον τροχό. Πολλές φορές τα διακοσμούσαν με κυματοειδή χτενιστή διακόσμηση.
Τα μικρότερα αγγεία τα κατασκεύαζαν μονοκόμματα σε ένα στάδιο όπως τα λαγήνια, τις κουκκουμάρες, τα κουζιά, τις καμηλαρίσιμες βάττες. Όπου χρειαζόταν προσθήκη χεριών αυτό γινόταν σε μεταγενέστερο στάδιο. Παλαιότερα οι βάσεις των αγγείων ήταν στρογγυλεμένες και έμπαιναν στον κορυποστάτη ή κουζοστάτη. Αργότερα για πρακτικούς λόγους οι βάσεις έγιναν κοφτές.
Χαρακτηριστικά είναι και τα μικρά ανθρωπόμορφα αγγεία όπως κουκκουμάρες, λαήνια, κουζιά, κ.α. διακοσμημένα με πλαστική διακόσμηση με στοιχεία όπως ανθρώπινες μορφές, ανάγλυφα ζώα, μικρά αγγεία, φίδια, φυτά, με στοιχεία που θυμίζουν φιγούρες από το παρελθόν. Ακολουθούσε το στέγνωμα των αγγείων και μετά το ψήσιμο σε μεγάλα καμίνια από ξύλα. Σύμφωνα με γραπτές πληροφορίες στην οδό Ερμού στο Βαρώσι κάθε δεύτερο σπίτι αποτελούσε κουζάρικο (Α. Μιχαηλίδου, Λευκωσία 1970, 120). Τις απογευματινές ώρες το θέαμα με τα αναμμένα καμίνια ήταν εντυπωσιακό.
Τα στοιβαγμένα αγγεία σε σωρούς έξω στους δρόμους αποτελούσε μια ξεχωριστή εικόνα. Ήταν ένας τρόπος προβολής και διάθεσης τους. Όμως ο καπνός που εξέπεμπε η καύση των ξύλων σιγά-σιγά ανάγκασε τα εργαστήρια να εγκαταλείψουν το κέντρο της πόλης και να δημιουργήσουν νέους μεγάλους εργαστηριακούς χώρους εκτός της πόλης, στα προάστια με παραγωγή που διέθεταν σε όλες τις πόλεις και χωριά του νησιού. Η αγγλική κατοχή βρήκε το Βαρώσι ένα αναπτυγμένο κέντρο αγγειοπλαστικής παράδοσης (Scott Stevenson 1880, 283). Μάλιστα πολλά από αυτά μέσω του λιμανιού τα εξήγαν με προορισμό τις γειτονικές αραβικές χώρες και την Τουρκία (Α. Πιερίδου 1980, 94). Η μικρή ψαράδικη πολίχνη με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο. Όπως ήταν φυσικό ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με τη χρήση ντόπιων προϊόντων έφερε μεγάλη ανάπτυξη στον τομέα της αγγειοπλαστικής. Αργότερα όμως με την βιομηχανική ανάπτυξη κατά τα μέσα του 20ου αιώνα και τη διασωλήνωση του νερού στα σπίτια σιγά-σιγά η ανάγκη σε στάμνες άρχισε να μειώνεται.
Παρά το ότι η πόλη της Αμμοχώστου ήταν από τις πρώτες πόλεις που δέχτηκαν οργανωμένο τουρισμό μετά την ανεξαρτησία παρέμεινε πιστή στη λαϊκή αγγειοπλαστική παράδοση του Βαρωσιού (Α. Πιερίδου 1993,57)
Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας
Η ΠΟΛΗ ΟΛΗ
Διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Μπροστά από τα ιωνικά προπύλαια του Γυμνασίου τής πόλης ήταν ένας μικρός πανέμορφος κήπος. Όταν χτυπούσε διάλειμμα, οι μαθητές τον πλημμύριζαν και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από τον παράξενο παπαγάλο που ζούσε εκεί, γιατί ήταν ένα πολύ ξεχωριστό και πανέξυπνο πουλί. Το βασίλειό του ήταν ένα κυλινδρικό πράσινο κλουβί σχεδόν δύο μέτρα ψηλό, που είχε μια κωνική μεταλλική οροφή, πράσινη κι αυτή. Δεν είχε καμιά σχέση με τους άλλους που το μόνο που ήξεραν ήταν να επαναλαμβάνουν μερικές λέξεις. Ο Κόκο, αυτό ήταν το όνομά του, είχε το χάρισμα της ομιλίας και μπορούσε κανένας να κάνει άνετα διάλογο μαζί του, άσχετα αν οι απαντήσεις του ήταν τρελές, ανατρεπτικές και, τις πιο πολλές φορές, δεν είχαν καμιά σχέση με την ερώτηση. Ήταν μοναδικός. Κανένας, ωστόσο, δεν μπορούσε να δώσει λεπτομέρειες για την ιστορία και την προέλευσή του. Κανένας δεν ήξερε από ποιο μέρος τού κόσμου είχε έρθει, αλλά κάποιοι, βλέποντας το χρώμα των φτερών του, υποστήριζαν ότι παλαιότερα ζούσε βορειότερα, στο δάσος τής αρχαίας τους πόλης και ανήκε σ ένα σπάνιο είδος. Αυτά τα πουλιά ζουν τόσα πολλά χρόνια, που ουσιαστικά «δεν πεθαίνουν ποτέ». Κάποιος θα τον έφερε από εκεί.
Στις 13 Αυγούστου τού 1974, τα στρατεύματα τού δεύτερου Αττίλα προχωρούσαν προς τα ανατολικά απειλητικά και πολλοί από τους κατοίκους άρχισαν να φεύγουν. Το απόγευμα για πολλοστή φορά είχαν βομβαρδισθεί τα παραλιακά ξενοδοχεία. Το πουλί έβλεπε την ασυνήθιστη κίνηση κι όλη η αγωνία τής πόλης μεταφέρθηκε στο κλουβί του. Μακριά ακούγονταν πυροβολισμοί. Φτερούγιζε ανήσυχος και δεν είχε όρεξη να τσιμπήσει ούτε ένα σποράκι από το φαγητό που του είχε φέρει ο φύλακας. Ήπιε μόνο μια γουλιά νερό, γιατί ένιωσε ότι το λαρύγγι του είχε στεγνώσει.
Την άλλη μέρα το πρωί ήρθαν ξανά τα αεροπλάνα και βομβάρδισαν. Πετούσαν πάνω από τον κήπο και έριχναν τις βόμβες τους στα παραλιακά ξενοδοχεία. Το μεταλλικό σκέπασμα του κλουβιού γινόταν σαν ηχείο κι έτσι ο διαπεραστικός ήχος των βομβαρδιστικών τού τρυπούσε τ αυτιά και κόντευε να τρελαθεί. Τρύπωνε βαθιά μέσα στην ξύλινη φωλιά του, μα κι εκεί δεν ήταν καλύτερα. Το κλουβί τρανταζόταν κάθε φορά που έσκαγε μια βόμβα. Πρόσεξε την ανήσυχη κινητικότητα. Η πόλη άδειαζε. Τα αυτοκίνητα κολλητά το ένα πίσω από το άλλο πήγαιναν όλα προς την ίδια κατεύθυνση.
Το πουλί ξεχάστηκε μέσα στο κλουβί του. Ποιος θα νοιαζόταν τώρα για έναν παπαγάλο, τη στιγμή που όλοι έτρεχαν να σωθούν. Οι πιο πολλοί, βέβαια, νόμιζαν ότι η αναχώρησή τους ήταν προσωρινή, μέχρι να περάσει το κακό και ότι σε δυο τρεις το πολύ μέρες θα ήταν όλοι πίσω στα σπίτια τους. Πού να φανταστούν!
Χάζευε τ αυτοκίνητα που προχωρούσαν κι όσο πέρναγε η ώρα παρατηρούσε ότι λιγόστευαν, λιγόστευαν και μέσα σε δύο ώρες δεν υπήρχε πια καμιά κίνηση. Πού ήταν οι φίλοι του; Πού να είχαν πάει άραγε όλοι τους; Καταλάβαινε ότι έγινε μια μεγάλη αναστάτωση, ένα μεγάλο κακό, μα στο μυαλό του ήτανε όλα τα πράγματα συγχυσμένα. Τον τελευταίο καιρό είχε προσέξει την αλλαγή στη συμπεριφορά και τις κινήσεις των φίλων του. Και τώρα τι γύρευαν εδώ αυτά τα τεράστια πουλιά που έριχναν βόμβες κι έκαναν το κλουβί του να τραντάζεται; Τι να ήταν αυτοί οι πυροβολισμοί που ακούγονταν τον τελευταίο καιρό; Δεν μπορούσε να βγάλει κανένα συμπέρασμα.
Τίναξε τα φτερά του και πλησίασε στο αραιό πλέγμα. Ήθελε να φύγει κι αυτός από τούτο το μέρος, μα δεν μπορούσε. Έψαξε πόντο πόντο όλο το κλουβί, μήπως βρει μια χαραμάδα, μια τόση δα μικρή τρύπα για να ξεφύγει από αυτή τη φυλακή. ʼρπαξε απελπισμένος με τη γαμψή του μύτη το σύρμα και το ταρακούνησε, αλλά μάταια. Δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Φώναξε με όση δύναμη είχε, μα δεν πήρε καμιά απάντηση.
Η ζέστη ήταν ανυπόφορη κι η υγρασία τού δυσκόλευε την αναπνοή. Δεν κουνιόταν ούτε ένα φυλλαράκι. Κι αυτή η μεγάλη σημαία στο γυμνάσιο, που τόσο του άρεσε να τη χαζεύει όταν ανάλαφρη κυμάτιζε, ήταν τώρα τυλιγμένη σαν φίδι γύρω από τον ιστό της. Γύρισε προς το μέρος τής μικρής λιμνούλας και φώναξε πάλι δυνατά. Το σιδερένιο δελφίνι δεν του απάντησε. Ακίνητο, με ανοικτό το στόμα του να κοιτάει σα χαζό τον ουρανό, παγωμένο στο σάλτο του πάνω από τη λιμνούλα. Το σύμβολο της πόλης τώρα έχασκε με απορία. Ένα αποξηραμένο πορτοκάλι, μαυρισμένο, ξεχασμένο στο σώμα του, του θύμισε τις παλιές καλές εποχές της γιορτής τού πορτοκαλιού, που το δελφίνι αποκτούσε το πορτοκαλένιο του σώμα και γινόταν το επίκεντρο της γιορτής. Ξαναφώναξε δυνατά, μα πάλι δεν πήρε απάντηση.
Τώρα ήτανε μόνος, εντελώς μόνος. Ένα συναίσθημα που πρώτη του φορά ένιωθε, κι ας ήταν τόσα χρόνια κλεισμένος στο ίδιο κλουβί. Τώρα κατάλαβε πόσο γεμάτες ήταν οι μέρες του παλιά και πόσο άδεια ήταν η ζωή του τώρα. Ήταν πια ένα τίποτε? ένας παπαγάλος γεμάτος ανησυχίες και φόβους.
Η αγωνία τού έφερε νύστα, έκλεισε τα μάτια και δεν ονειρεύτηκε, μέχρι που ακούστηκε ένας θόρυβος και τον ξύπνησε. Ήταν το συντριβάνι τής μικρής λιμνούλας δίπλα, που είχε αρχίσει να λειτουργεί, όπως κάθε βράδυ, στην προκαθορισμένη ώρα και τα νερά γίνονταν κόκκινα, μετά γαλάζια και μετά κίτρινα. Λειτούργησαν οι αυτόματοι μηχανισμοί τής πόλης. Κοίταξε τα σπίτια τριγύρω, όλα ήταν ολόφωτα και οι λάμπες στους στύλους των δρόμων ήταν αναμμένες. Λαχτάρησε. Νόμισε πως όλα είχαν τελειώσει κι η ζωή ξανάρχιζε. Η πόλη όλη ήταν φωταγωγημένη, μα, δυστυχώς, δεν υπήρχε καμιά κίνηση, μόνο το συντριβάνι ακουγόταν κι ύστερα από λίγο οι γρύλλοι, οι νυχτερίδες κι ο υπόλοιπος μικρόκοσμος της νύχτας.
Πεινούσε. Πήρε μερικούς σπόρους κι έσπασε ένα φιστίκι που βρήκε σε μια γωνιά. Τα φιστίκια ήταν η αδυναμία του. Οι μαθητές στα διαλείμματα του τα έριχναν από το αραιό πλέγμα. Τον πείραζαν κάποτε, μα δεχόταν τα πειράγματά τους. Έκαναν ότι του δίνουν το φιστίκι και τη στιγμή που πλησίαζε για να το πάρει, το τραβούσαν πίσω. Έκανε όμως κι αυτός τα κόλπα του, έπαιζε θέατρο, έκανε ότι το φιστίκι δεν τον ενδιέφερε και γύριζε το κεφάλι από την άλλη μεριά. Μα ξαφνικά, με μια απότομη κίνηση γυρνούσε και το έπαιρνε πριν προλάβουν να το απομακρύνουν. Γελούσαν, αλλά στο τέλος το διασκέδαζε κι αυτός.
Τα Σαββατοκύριακα γινόταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Αγαπούσε τα μικρά παιδιά και χαιρόταν που άκουγε τις φωνούλες τους. Έπαιρνε προσεκτικά τα φιστίκια από τα τρυφερά τους χεράκια και πρόσεχε μήπως, χωρίς να το θέλει, πληγώσει κάποιο. Όταν όμως η μπάντα τού Δήμου αργά το απόγευμα άρχιζε να παίζει, έπαυε να είναι το κέντρο τού ενδιαφέροντος. Ο διευθυντής τής ορχήστρας, ο άνθρωπος με τη μπαγκέτα, κέρδιζε τότε την παράσταση. Δεν τον πολυχώνευε και κάθε τόσο ξεφώνιζε: «παραπάμ παμπάμ, παραπάμ παμπάμ» και κουνούσε τα φτερά του στο ρυθμό τής μουσικής αντιγράφοντάς τον. Όμως, η προσοχή όλων ήταν αλλού.
Το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι τα μεσάνυχτα που ο φύλακας έκλεινε τις μεγάλες πόρτες. Τις καθημερινές όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η ζωή του ξεκινούσε με το πρώτο φως τής ημέρας. Ερχόταν ο φύλακας με το ποδήλατό του, άνοιγε διάπλατα τις καγκελόπορτες και σπρώχνοντάς το, το φύλαγε σε μια μικρή αποθήκη. Τον καλημέριζε από μακριά χτυπώντας τό κουδούνι τού ποδηλάτου. Και είχε έναν γλυκό ήχο αυτό το κουδούνι, «γκριγκρίγκ, γκριγκρίγκ». Συγχυζόταν, δεν μπορούσε να επαναλάβει τον ήχο. Έτσι, συνήθιζε να απαντά με ασυναρτησίες ή κάποτε με το «καλημέρα». Μετά, ερχόταν κοντά του, καθάριζε το κλουβί και του μιλούσε σιγανά, όπως ακριβώς μιλάει κάποιος μ έναν φίλο του: «πώς είσαι; πώς πέρασε το βράδυ σου; θέλεις κάτι να σου φέρω;» ʼλλαζε το νερό στο δοχείο, του έβαζε τροφή κι έπειτα άρχιζε την περιποίηση του κήπου.
Έπιανε ψιλή κουβέντα με τον Δήμο τον περιπτερά, ο ένας μέσα από το κάγκελο και ο άλλος απέξω, αλλά το μάτι του ανίχνευε γύρω του και κάθε τόσο πήγαινε εδώ κι εκεί για να βγάλει κάποιο χόρτο που εντόπιζε, ενώ ο Δήμος πεταγόταν να εξυπηρετήσει κάποιον πελάτη δίνοντάς του την πρωινή του εφημερίδα. Σε λίγο άρχιζαν να καταφθάνουν κι οι μαθητές, όλοι σχεδόν με τα ποδήλατά τους, ντριγκ ντριγκ τον καλημέριζαν, γέμιζε ο τόπος φωνές, κουδουνίσματα, πύκνωνε η κίνηση και η πόλη αποκτούσε το ρυθμό της.
Τις καθημερινές ο κήπος έκλεινε νωρίς και μόνο όταν έφευγαν και οι τελευταίοι θαμώνες τού καφέ «Μποκάτσιο» ησύχαζε και ξεκουραζόταν. Του ήρθε μεγάλο παράπονο. Τον κατέτρωγε η μοναξιά. Ήθελε να φύγει από τούτο το κλουβί. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, η υγρασία και ο καπνός που ερχόταν από μακριά εισχωρούσαν και μέσα στη φωλιά του ακόμα και τον έπνιγαν. Αγωνιούσε. Δεν ήξερε τι να κάνει. ʼρχισαν να βγαίνουν άναρθρες κραυγές από το στόμα του και μετά κάτι ασυναρτησίες: «άνδρα μοι έννεπε μούσα πολύτροπον ος μάλα πόλλα». Μιλούσε συνέχεια χωρίς να σταματά? θυμόταν όλα όσα είχε μάθει από τους φίλους του τους μαθητές. Έρχονταν κοντά του και διάβαζαν τα κείμενά τους για το διαγώνισμα της ημέρας. Αυτός επαναλάμβανε. Στο επόμενο διάλειμμα έρχονταν άλλοι μαθητές, με άλλες ιστορίες. Μιλούσε ασταμάτητα, καθώς οι εικόνες τού παρελθόντος ξετυλίγονταν η μια πίσω από την άλλη και τα λόγια έβγαιναν χωρίς έλεγχο, μέχρι που απόκαμε.
Την άλλη μέρα ανακάλυψε πως είχε τελειώσει και η τελευταία σταγόνα νερού. Αυτή η θλιβερή διαπίστωση τον αναστάτωσε. Γύρισε το βλέμμα γύρω, μα δεν διέκρινε ούτε την παραμικρή κίνηση. Η μόνη κίνηση που τον ευχαριστούσε ήταν το συντριβάνι που ξεκινούσε στην προκαθορισμένη ώρα και το νερό που γινόταν εναλλακτικά κόκκινο, μπλε, κίτρινο. Κάρφωνε το βλέμμα του εκεί και παρακολουθούσε με τις ώρες το νερό, μέχρι που τον έπαιρνε ο ύπνος. Σήμερα όμως δεν ξεκίνησε ούτε αυτό. Ούτε ξανάναψαν τα φώτα. Παντού πηχτό, ανατριχιαστικό σκοτάδι.
Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Δεν ήξερε πότε κοιμόταν και πότε ξυπνούσε. Σε κάποια στιγμή άκουσε κάποιους θορύβους. Τέντωσε το αυτί και σε λίγο είδε κάποιους στρατιώτες. Ήταν κοντά στο περίπτερο και προσπαθούσαν να ανοίξουν την πόρτα του χτυπώντας την με τα κοντάκια των όπλων τους. Μιλούσαν μια γλώσσα που πρώτη του φορά άκουγε. Έπρεπε να κάνει κάτι να τον προσέξουν διαφορετικά ήταν χαμένος. Έβαλε όση δύναμη του απέμεινε και φώναξε δυνατά: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος τού Τελαμώνα». Οι στρατιώτες που ξαφνιάστηκαν, ακροβολίστηκαν αμέσως πίσω από το περιτοίχισμα του κήπου. Ήταν η τελευταία ευκαιρία που είχε για να επιζήσει. Ήταν σίγουρος ότι τον είχαν ακούσει. Περίμενε λίγο και ξαναφώναξε μηχανικά: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο …». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και μια ριπή γάζωσε το κλουβί του και τον συντάραξε. Τρύπωσε στην ξύλινη φωλιά του φοβισμένος και περίμενε. Δεν είχε άλλη επιλογή.
Πέρασαν πολλές ώρες χωρίς να γίνει τίποτε, χωρίς να ακούγεται τίποτε κι ύστερα πρόβαλε δειλά το κεφάλι έξω από τη φωλιά? μα πάλι τίποτε. Πήρε θάρρος και βγήκε. Το πέταγμα μιας σκαλιφούρτας που προσγειώθηκε σ ένα κλαδί δίπλα, τον τρόμαξε προς στιγμήν, μα γρήγορα συνήλθε κι έμεινε να την κοιτά. Ζήλεψε αυτό το μικρό πουλάκι που ήταν ελεύθερο να πετά και να πηγαίνει όπου θέλει. Καταράστηκε την τύχη του να είναι κλεισμένος σ ένα κλουβί νηστικός και διψασμένος με τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Μα, η τύχη του τού χαμογέλασε. Η ριπή που έριξαν οι στρατιώτες προκάλεσε ένα μικρό ρήγμα στο κλουβί, όμως αρκετά μεγάλο, για να χωρέσει και να περάσει έξω. Δεν έχασε δευτερόλεπτο. Έσπρωξε το σώμα του όσο πιο δυνατά μπορούσε και βρέθηκε φαρδύς πλατύς κάτω. Δεν έχασε χρόνο, όρμησε στο νερό και ξεδίψασε. Τίναξε τις φτερούγες και ένιωσε τις δυνάμεις του να επανέρχονται.
Περπάτησε πάνω στο πλακόστρωτο γύρω από τη μικρή λιμνούλα και δοκίμασε να πετάξει. Δεν τα κατάφερε όμως? ένιωσε το σώμα του τόσο βαρύ. Από πέτρα σε πέτρα, ανέβηκε στο χώρο τής μπάντας. Ήταν περίπου ένα μέτρο ψηλά και θα δοκίμαζε από το άνοιγμα που ήταν τα σκαλοπάτια. Πήρε φόρα, ανοιγόκλεισε τις φτερούγες, μα έφαγε τα μούτρα του μόλις ένα μέτρο μπροστά στα σκαλοπάτια. Πόνεσε πολύ, όχι από το κτύπημα, πιο πολύ από την ανικανότητά του. Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε πετάξει. Τη σπασμωδική του κίνηση την έκανε μηχανικά, χωρίς να συντονίσει τα μέλη του, την τελευταία στιγμή δείλιασε, το μυαλό του θόλωσε και οι φτερούγες του δεν άνοιξαν.
Ήταν φανερό πως έπρεπε πια να συγκεντρωθεί και να δράσει με περίσκεψη. Οι σκιές άρχισαν να μακραίνουν και η νύχτα να έρχεται γρήγορα. Ο φόβος άρχισε πάλι να φωλιάζει μέσα του κι εγκατέλειψε τις προσπάθειες για το πέταγμα. Θα το έκανε την επόμενη μέρα. Για την ώρα έπρεπε να βρει καταφύγιο για προφύλαξη? δεν γνώριζε τι του επεφύλασσε η νύχτα. Κάποια νιαουρίσματα που είχε ακούσει νωρίτερα, τον έκαναν ν ανησυχήσει, γιατί ήξερε από ένστικτο πως αρέσει στους γάτους να τρώνε τα πουλιά. Με αργές κινήσεις χώθηκε στη ρίζα ενός πυκνού θάμνου και από εκεί κούρνιασε στο πιο ψηλό κλαδί που μπόρεσε ν ανέβει αναλογιζόμενος τα γεγονότα τής ημέρας. ʼκουγε τ αλυχτίσματα των σκυλιών, τα νιαουρίσματα των γάτων, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η ένταση, η κούρασή του, που βυθίστηκε αμέσως σε βαθύν ύπνο, καθώς η τρομαχτική νύχτα άρχισε ν απλώνει το κατάμαυρο πέπλο της επάνω στον μικρό κήπο.
Ξύπνησε, καθώς κάποιες ακτίνες διαπερνώντας το φύλλωμα του θάμνου τον σκούντηξαν. Ξημέρωσε. Δοκίμασε αμέσως να πετάξει ψηλά βάζοντας όλα του τα δυνατά, πιστεύοντας ότι θα τα καταφέρει? και τα κατάφερε. Ήταν πολύ χαρούμενος. Μπορούσε πια να βλέπει τον κήπο από ψηλά και να πετά χωρίς κανένα πρόβλημα. Μόνο που ήταν αποδυναμωμένος λόγω της ασιτίας του. Τώρα όμως, που ήταν ελεύθερος θα το φρόντιζε κι αυτό το πρόβλημα. Πέταξε προς το Λύκειο Ελληνίδων και κάθισε στο γείσο πάνω από την είσοδο. Από εκεί, πέταξε προς το καφέ «Μποκάτσιο» και μπήκε από ένα ανοιχτό παραθυράκι. Τι τύχη! Πίσω από το μπαρ ήταν τρία δοχεία γεμάτα με ξηρούς καρπούς. Νόμιζε ότι ονειρευόταν, μα σαν δοκίμασε με τη γαμψή του μύτη ένα φιστίκι, τότε σιγουρεύτηκε ότι είχε σωθεί. Αφού έφαγε με βουλιμία μέχρι σκασμού, βγήκε από το ίδιο παραθυράκι και πέταξε προς το πιο ψηλό σημείο τού Λυκείου. Ένιωθε καλύτερα τώρα κι άρχισε να καταστρώνει σχέδια δράσης.
Ήθελε να πετάξει πάνω από την πόλη, όσο πιο ψηλά μπορούσε, για να βγάλει κάποιο συμπέρασμα. Πρώτα πέταξε προς το μέρος τής παραλίας. Καλύτερα όμως να μην έβλεπε. Το μετάνιωσε. Τα ξενοδοχεία ήταν βομβαρδισμένα κι οι δρόμοι ήταν αποκομμένοι από τα συντρίμμια τους, χωρίς καμιά κίνηση, εντελώς έρημοι. Μόνο η θάλασσα ακουγόταν, και ήταν σαν να θρηνούσε, καθώς χτυπιόταν με τα αφρισμένα της κύματα επάνω στην άμμο, θυμωμένη γι αυτά που είχαν γίνει σε όλο το μήκος τής παραλίας.
Τράβηξε προς τα δυτικά που ήταν το κέντρο τής πόλης και κατόπιν πιο βόρεια. Τα ίδια: μια βομβαρδισμένη, βουβή κι έρημη πόλη. Πιο μακριά έβγαιναν πυκνοί καπνοί κι ακούγονταν εκρήξεις. Τον έπιασε θλίψη, γιατί σε όποια κατεύθυνση και να πετούσε, έβλεπε παντού καταστροφή. Επέστρεψε στον κήπο αργά το απόγευμα, πάρα πολύ κουρασμένος, και προσγειώθηκε ψηλά σ ένα κλωνάρι τού πυκνόφυλλου δέντρου δίπλα από το υπόστεγο της ορχήστρας? έκλεισε τα μάτια, μα σχεδόν αμέσως τα άνοιξε πάλι, γιατί ακούστηκε το ανατριχιαστικό νιαούρισμα ενός γάτου, που τον έκανε να ανησυχήσει. Μόνο γάτους είχε πια η πόλη, φίδια, σκυλιά κι έναν παπαγάλο. Τι φρικτό! Απίστευτο.
Από την επόμενη και κάθε μέρα, πολύ νωρίς άρχιζε την περιπλάνησή του στην πόλη που ήθελε τόσο πολύ να γνωρίσει. Πάντα έβρισκε τρόπο να μπαίνει στα κτήρια, γιατί όλο και κάποιο μικρό παράθυρο έμενε ανοικτό. Το Δημαρχείο και το Διοικητήριο ήταν βομβαρδισμένα. Τραπέζια, γραφεία και άλλα έπιπλα ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί, με ανοιχτά συρτάρια, και τα χαρτιά, όσα, βέβαια, είχαν γλυτώσει από τη φωτιά ο άνεμος τα σκόρπισε παντού.
Επισκέφτηκε το σπίτι τού ξακουστού ζωγράφου, ένα παλιό σπίτι κοντά στην εκκλησία, με εσωτερική αυλή, που δεν δυσκολεύτηκε να μπει. Μέσα ήταν μεγάλα τελάρα και πολλές ζωγραφιές στους τοίχους. Του άρεσε η εικόνα τής μάνας που έχει το παιδί της τρυφερά στην αγκαλιά της σαν Παναγιά.
Ύστερα επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη τής πόλης. Κι εδώ υπήρχαν πολλές ζωγραφιές, μα πιο πολύ είχε τραπέζια με ανοιχτά βιβλία επάνω? περίμεναν αυτούς που τα είχαν ανοίξει, να συνεχίσουν το διάβασμα από εκεί που είχαν μείνει. Όπου και να πήγαινε, αντίκριζε εικόνες θλίψης, οδύνης και πόνου. Έπρεπε να πάρει την απόφασή του. Να μείνει ή να φύγει μακριά; Κι αν έφευγε, πού θα πήγαινε;
Πετούσε ψηλά κι έβλεπε περίλυπος την πόλη του. Του άρεσε να ανυψώνεται πολύ, γιατί από εκεί ψηλά, τίποτε δεν πρόδιδε την καταστροφή, φαινόταν μια ήρεμη και ωραιότατη πόλη, ξαπλωμένη ανάμεσα στο πράσινο των περιβολιών και το γαλάζιο τής θάλασσας. Όταν, όμως κατέβαινε χαμηλότερα, λυπόταν πολύ γιατί αντίκριζε μια φρικτή εικόνα που δεν μπορούσε να την αντέξει.
Στις καθημερινές του επισκέψεις με πολλή λύπη διαπίστωνε ότι οι ζωγραφιές λιγόστευαν, οι εικόνες στις εκκλησίες και τα βιβλία εξαφανίζονταν, ακόμη και τα παραθυρόφυλλα έλειπαν. Κι ο άνεμος έμπαιναν μέσα στα σπίτια και απέθετε μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολλή σκόνη και άμμο. Τα βράδια χτυπούσαν παράθυρα, έσπαγαν τζάμια, ακούγονταν παράξενοι θόρυβοι, και άγριες κραυγές από αγριόγατους που μάλωναν και του έκοβαν την ανάσα. Κάποτε πάλι, ακουγόταν ξαφνικά μια ριπή κι ύστερα τα πάντα βυθίζονταν σε απόλυτη σιωπή.
Παρ όλα αυτά, είχε αποφασίσει να μείνει εδώ. Εδώ ήταν το σπίτι του. Δεν είχε πουθενά να πάει. Πού να πάει; Ακόμα έβρισκε σπόρους και βλαστούς κι επιβίωνε. Πετούσε πάνω από την πόλη του που άλλαζε γρήγορα όψη. Στους δρόμους είχαν φυτρώσει θάμνοι, διατρυπώντας ακόμα και την άσφαλτο, και κάθε μέρα γίνονταν όλο και πιο ψηλοί. Παντού υπήρχαν τζάμια σπασμένα, σάπια ξύλα, πεσμένοι σοβάδες και ανάμεσα στους σκουριασμένους σωλήνες και τους πεταμένους τσίγκους κυκλοφορούσαν αρουραίοι και φίδια. Κάθε μέρα που ξημέρωνε, έκανε την πόλη του πιο γκρίζα, μουντή και καταθλιπτική. Ήταν όμως η πόλη του. Κι η απόφαση που είχε πάρει ήταν οριστική και αμετάκλητη: εδώ θα ζούσε? για πάντα.
***
Όσοι επισκέπτονται τώρα την πόλη, πηγαίνουν μέχρι το συρματόπλεγμα και καρφώνονται εκεί για πολλή ώρα σιωπηλοί, με τα μάτια δακρυσμένα, ακούνε το κύμα που δεν ησυχάζει ποτέ, σκάει στην αμμουδιά ασταμάτητα και είναι το μόνο πράγμα που δεν έχει αλλάξει από τότε σε τίποτε, αναπολούν τις ευτυχισμένες στιγμές που έζησαν σ αυτή την υπέροχη πόλη, βάζουν το χέρι στο μέτωπο αντήλιο ή παίρνουν τα κιάλια και προσηλώνονται σε κάποιο σημείο, τεντώνουν το χέρι, δείχνουν κάτι στο διπλανό τους, γιατί όπου και να κοιτάξουν, όλο και κάτι θα δουν που να συνδέεται με τη ζωή που έζησαν εδώ, και επαναλαμβάνουν ψιθυριστά την ίδια δισύλλαβη λέξη: «γιατί;».
Πολλοί μαρτυρούν με έκπληξη ότι κάθε φορά που πηγαίνουν, βλέπουν ένα παράξενο πουλί να τριγυρνά εκεί κοντά? είναι το πουλί που «δεν πεθαίνει ποτέ», το βλέπουν να κάθεται επάνω στα θλιβερά και ανατριχιαστικά συρματοπλέγματα και να επαναλαμβάνει δυνατά μια και μοναδική φράση: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος τού Τελαμώνα, ο Τεύκροοοοοοος
».
Ύστερα χάνεται μέσα στην γκρίζα θολούρα τής βουβής πόλης κι ακούγεται μόνο το γοερό κι ασταμάτητο βογγητό τής θάλασσας.
Είναι ο Πάνθηρας Ζωντανός; (απόσπασμα 2ο)
Το μεσημέρι η παραλία γέμιζε κόσμο γύρω απο το ξενοδοχείο King George , μαζεύονταν οι θαλασσόφιλοι μαγαζάτορες που έκλειναν τα μαγαζιά τους απο τη μία μέχρι τις τέσσερις και χρησιμοποιούσαν την ώρα αυτή για να κάνουν μια βουτιά στη θάλασσα , ξάπλωναν νωχελικά στην άμμο, έπαιζαν βόλεϋ ή διηγιόντουσαν ιστορίες . Βέβαια στις τέσσερις παρά τέταρτο όλοι αυτοί έπρεπε να τα μαζέψουν και να φύγουν πάνω στην ώρα που η θάλασσα ηρεμούσε και το απόγευμα άρχιζε να αποκτά εκείνη τη χαρακτηριστική ηδύτητα και βέβαια ζήλευαν τους άλλους που έμεναν πίσω τους τυχερούς που δεν είχαν να τρέξουν σε καμία δουλειά. Κι αυτές οι ώρες αργά το απόγευμα ή νωρίς το πρωί είχαν κάτι το ιδιωτικό γι αυτούς που είχαν σπίτια πάνω στη παραλία κι αυτές τις ώρες διάλεγαν για να βγαίνουν , να περπατούν , να κολυμπούν ενώ τις άλλες ώρες τις θεωρούσαν κάπως χυδαίες κι απέφευγαν την παραλία.
Απόσπασμα απο το βιβλίο της Νίκης Μαραγκού,
Είναι ο Πάνθηρας Ζωντανός ;;
Μια στρώση άμμου
Tο σπίτι που έκτισαν ήταν απο τα πρώτα στην παραλία της Aμμοχωςτου μαζί με την παράγκα του Eυάγγελου Λουίζου το Nαυτικο Oμιλο, το εγγλέζικο κλαμπ και τοπαραθαλασσα στο σπίτι του παππού, που αργοτερα έγινε χαρτοπαικτική λέσχη και ονομάστηκε Λευκος Πύργος. Tοτε που η παραλία δεν είχε ακομα γεμίσει με ξενοδοχεία και αναψυκτήρια και τζιουκ μποξ , το δικο τους ήταν ένα τεράστιο σπίτι με μια μεγάλη βεράντα με λευκές κολονες που τελείωναν στη θάλασσα, οπου τρώγαμε συχνά τις Kυριακές το καλοκαίρι πιλάφι μιλανέζα, ψητό και σαλάτες που στο κέντρο είχαν το φύλλο μιας ντομάτας τυλιγμένο σαν τριαντάφυλλο ,ή άλλες φορές , το χειμώνα στη τραπεζαρία με τους γαλάζιους τοιχους και τους πίνακες του Πωλ Γεωργίου σε μπλε και ώχρες. Eίναι αυτούς τους πίνακες που περιεργαζομουν τα βράδια που έλειπαν απο το σπίτι, τις ακουαρέλες και τις παλιές γκραβούρες στους διαδρομους, που μάζευε ο θείος απο κάποια παλαιοπωλεία του Παρισιού ή της Aλεξάνδρειας, οπου ευλαβικά δύο και τρεις φορές το χρόνο απίθωνε τα κέρδη του ξυλεμπορικού, ή έμπαινα στο δικο του δωμάτιο το γεμάτο βιβλία και περιοδικά με μια λάμπα μικρή στο κομοδίνο, που πιανοταν στις σελίδες επάνω του βιβλίου για να φέγγει μονο εκεί πλάι στο κρεββατι που ήταν στενό και ασκητικο με μια καφετιά κουβέρτα, ενώ αντίθετα της θείας ήταν πλατύ με πουπουλένιοστρώμα και δαντέλες. Aλλες φορές τα βράδια ή τα πρωινά που η θεία ακομα κοιμοταν ή έλειπε στα μαγαζιά κατέβαινα στη βιβλιοθήκη, οπου ο Mήτσος είχε συγκεντρώσει ολο τον καημο του της Φιλολογίας.
Ν. Μαραγκού
Μια στρώση άμμου
Αγορά
Τα περισσότερα απο τα εμπορικά καταστήματα βρίσκονταν γύρω απο την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και η περιοχή την οποία οι ντόπιοι αποκαλούσαν απλά << αγορά>> θύμιζε στους ξένους επισκέπτες τα παζάρια της Ανατολής. Στα δρομάκια της αγοράς υπήρχαν κουρεία , ραφεία, αργυρόχοεία , χρυσοχοεία, σιδηρουργία , παπουτσάδικα, παπλωματάδικα , χαλκωματάδικα, και τενεκετζίδικα. Ανάμεσα στους επαγγελματίες αυτούς υπήρχαν και χρωματοπωλεία μπακάλικα μανάβικα ψιλικατζίδικα καθως και καταστήματα υφασμάτων και νεωτερισμών που πουλούσαν μεταξωτά και λινά υφάσματα είδη προικός κεντήματα και κάθε είδους εργόχειρα. Στη πορεία του χρόνου η οδός Ερμού κυριάρχησε και κατέκτησε τη θεςη του εμπορικού και οικονομικού κέντρου της Αμμοχώστου .
Α. Σωτηρίου
Φωτογραφικές Αναμνήσεις
Οι συγκοινωνίες της Αμμοχώστου
Ενθύμιον Αμμοχώστου
Μια σπο τις πρώτες φροντίδας της βρετανικής κυβέρνησης ηταν η βελτίωση των συγκοινωνιών του νησιού. Όταν οι ʼγγλοι έφτασαν στην Κύπρο το 1878 υπήρχε μόνο ενας δρόμος 26 μιλίων που συνέδεε τη Λευκωσία με τη Λάρνακα. Η κατασκευή των οδικών έργων σύνδεσης της πρωτεύουσας με τις κυριώτερες πόλεις συμπεριλαμβανομένης και της Αμμοχώστου ξεκίνησε το 1870 και συνεχίστηκε με εντατικό ρυθμό και χωρις διακοπή για αρκετές δεκαετίες σε μια προσπάθεια της κυβέρνησης να καλύψει όλο το νησί με ενα ολοκληρωμένο δίκτυο δρόμων που θα διευκόλυναν τη μεταφορά των κατοίκων και των προϊόντων τους. Μέχρι το 1915 το νησί διέθετε ενα δίκτυο σχεδόν 800 μιλίων οδικών αρτηριών και πάνω σπο 1000 μίλια δευτερευόντων ανακριτών δρόμων.
Η συντήρηση των οδικών αρτηριών ηταν ευθύνη της κυβέρνησης η οποία διέθετε ενα συγκεκριμένο κονδύλι στον ετήσιο προϋπολογισμό . Το 80% του ποσού αυτού διετίθετο για συντήρηση των οδικών αρτηριών ενώ το 20% χρησιμοποιείτο για τη βελτίωση άλλων δρόμων. Η κυρία αιτία για τη διάθεση ενός τέτοιου μικρού ποσού για τους δευτερεύοντες αμαξιτους δρόμους οφείλεται στο γεγονός οτι η συντήρηση των δρόμων αυτών γινόταν σε μεγάλο βαθμό απο την υποχρεωτική εργασία που παρείχαν οι Κύπριοι χωρικοί. Σύμφωνα με ενα νόμο του 1900 καθε χωρικός ικανός προς εργασία ηταν υποχρεωμένος να παρέχει καθε χρόνο εργασία έξη ημερών για την κατασκευή ή τη συντήρηση δρόμων η άλλων δημοσίων έργων που αποφάσιζαν τα δημοτικά συμβούλια ή άλλες αρμόδιες τοπικές αρχές.
( αύριο Λιμάνι )
Φωτο: Εγκαίνια σιδηροδρομικής γραμμής Αμμοχώστου-Λευκωσίας, Οκτώβριος 1905 (Φωτογραφία Θ. Ν. Τουφεξή). [Ανήκει στον Πάνο Λοΐζου (Λονδίνο)]