Αγγειοπλάστες

Τα αγγεία αυτά συγκρινόμενα με εκείνα των άλλων κέντρων αγγειοπλαστικής παράδοσης διαφέρουν ως προς το χρώμα και την τεχνική κατασκευής τους. Είναι συνήθως ανοικτόχρωμα αγγεία του νερού, οι στάμνες οι λεγόμενες κούζες, σε διάφορα μεγέθη με τοπικές ονομασίες. Τα αγγεία αυτά τα κατασκεύαζαν άντρες αγγειοπλάστες, οι ‘κουζάριδες’. Τόσον ο πηλός όσο και η τεχνοτροπία κατασκευής τους διέφεραν από τα άλλα κέντρα. Τα κατασκεύαζαν με τη χρήση ποδοκίνητου τροχού κεραμικής. Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν ήταν ανάμειξη δύο ειδών αργίλου. Από τον ποταμό της ΄Εγκωμης έπαιρναν τον ασπριδερό αμμώδες είδος και το χρωμάτιζαν ελαφρά με το κόκκινο είδος αργίλου από την περιοχή της Δερύνειας. Οι αναλογίες που χρησιμοποιούσαν ήταν οικογενειακό μυστικό από πατέρα σε γιο, το οποίο μετέφεραν άγραφο από γενεά σε γενεά. Η ανάμειξη τους ήταν τέτοια ώστε να δίνει το ποθούμενο χρώμα και την καλή ποιότητα του αγγείου τους ώστε το νερό διερχόμενο από τους πόρους να κρατεί το περιεχόμενο της κούζας δροσερό.
Τα μεγάλα αγγεία τα κατασκεύαζαν σε δύο στάδια στον τροχό κεραμικής. Κατασκεύαζαν
πρώτα το κυρίως σώμα του αγγείου και μετά, σε δεύτερο στάδιο το λαιμό του αγγείου. Τέλος πρόσθεταν τα χέρια. Λόγω του μεγέθους τους χρειαζόταν μεγάλη δεξιοτεχνία και δύναμη για το ‘τράβηγμα’ του αγγείου στον τροχό. Πολλές φορές τα διακοσμούσαν με κυματοειδή χτενιστή διακόσμηση.
Τα μικρότερα αγγεία τα κατασκεύαζαν μονοκόμματα σε ένα στάδιο όπως τα λαγήνια, τις κουκκουμάρες, τα κουζιά, τις καμηλαρίσιμες βάττες. Όπου χρειαζόταν προσθήκη χεριών αυτό γινόταν σε μεταγενέστερο στάδιο. Παλαιότερα οι βάσεις των αγγείων ήταν στρογγυλεμένες και έμπαιναν στον κορυποστάτη ή κουζοστάτη. Αργότερα για πρακτικούς λόγους οι βάσεις έγιναν κοφτές.
Χαρακτηριστικά είναι και τα μικρά ανθρωπόμορφα αγγεία όπως κουκκουμάρες, λαήνια, κουζιά, κ.α. διακοσμημένα με πλαστική διακόσμηση με στοιχεία όπως ανθρώπινες μορφές, ανάγλυφα ζώα, μικρά αγγεία, φίδια, φυτά, με στοιχεία που θυμίζουν φιγούρες από το παρελθόν. Ακολουθούσε το στέγνωμα των αγγείων και μετά το ψήσιμο σε μεγάλα καμίνια από ξύλα. Σύμφωνα με γραπτές πληροφορίες στην οδό Ερμού στο Βαρώσι κάθε δεύτερο σπίτι αποτελούσε κουζάρικο (Α. Μιχαηλίδου, Λευκωσία 1970, 120). Τις απογευματινές ώρες το θέαμα με τα αναμμένα καμίνια ήταν εντυπωσιακό.
Τα στοιβαγμένα αγγεία σε σωρούς έξω στους δρόμους αποτελούσε μια ξεχωριστή εικόνα. Ήταν ένας τρόπος προβολής και διάθεσης τους. Όμως ο καπνός που εξέπεμπε η καύση των ξύλων σιγά-σιγά ανάγκασε τα εργαστήρια να εγκαταλείψουν το κέντρο της πόλης και να δημιουργήσουν νέους μεγάλους εργαστηριακούς χώρους εκτός της πόλης, στα προάστια με παραγωγή που διέθεταν σε όλες τις πόλεις και χωριά του νησιού. Η αγγλική κατοχή βρήκε το Βαρώσι ένα αναπτυγμένο κέντρο αγγειοπλαστικής παράδοσης (Scott Stevenson 1880, 283). Μάλιστα πολλά από αυτά μέσω του λιμανιού τα εξήγαν με προορισμό τις γειτονικές αραβικές χώρες και την Τουρκία (Α. Πιερίδου 1980, 94). Η μικρή ψαράδικη πολίχνη με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο. Όπως ήταν φυσικό ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με τη χρήση ντόπιων προϊόντων έφερε μεγάλη ανάπτυξη στον τομέα της αγγειοπλαστικής. Αργότερα όμως με την βιομηχανική ανάπτυξη κατά τα μέσα του 20ου αιώνα και τη διασωλήνωση του νερού στα σπίτια σιγά-σιγά η ανάγκη σε στάμνες άρχισε να μειώνεται.
Παρά το ότι η πόλη της Αμμοχώστου ήταν από τις πρώτες πόλεις που δέχτηκαν οργανωμένο τουρισμό μετά την ανεξαρτησία παρέμεινε πιστή στη λαϊκή αγγειοπλαστική παράδοση του Βαρωσιού (Α. Πιερίδου 1993,57)
Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας

Lire la suite

Η ΠΟΛΗ ΟΛΗ

Διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Μπροστά από τα ιωνικά προπύλαια του Γυμνα­σίου τής πόλης ήταν ένας μικρός πανέμορφος κήπος. Όταν χτυπούσε διάλειμμα, οι μαθητές τον πλημμύριζαν και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από τον παράξενο παπαγάλο που ζούσε εκεί, γιατί ήταν ένα πολύ ξεχωριστό και πανέξυπνο πουλί. Το βασίλειό του ήταν ένα κυλινδρικό πράσινο κλουβί σχε­δόν δύο μέτρα ψηλό, που είχε μια κωνική μεταλλική οροφή, πράσινη κι αυτή. Δεν είχε κα­μιά σχέση με τους άλλους που το μόνο που ήξε­ραν ήταν να επαναλαμβάνουν μερικές λέξεις. Ο Κόκο, αυτό ήταν το όνομά του, είχε το χάρι­σμα της ομιλίας και μπορούσε κανένας να κά­νει άνετα διάλογο μαζί του, άσχετα αν οι απαντήσεις του ήταν τρελές, ανατρεπτικές και, τις πιο πολλές φορές, δεν είχαν καμιά σχέση με την ερώτηση. Ήταν μοναδικός. Κανένας, ωστόσο, δεν μπορούσε να δώσει λεπτομέρειες για την ιστορία και την προέλευσή του. Κανένας δεν ήξερε από ποιο μέρος τού κόσμου είχε έρθει, αλλά κά­ποιοι, βλέποντας το χρώμα των φτερών του, υπο­στήριζαν ότι παλαιότερα ζούσε βορειότερα, στο δάσος τής αρχαίας τους πόλης και ανήκε σ’ ένα σπάνιο είδος. Αυτά τα πουλιά ζουν τόσα πολλά χρόνια, που ουσια­στικά «δεν πεθαίνουν ποτέ». Κάποιος θα τον έφερε από εκεί.
Στις 13 Αυγούστου τού 1974, τα στρατεύματα τού δεύτερου Αττίλα προχωρούσαν προς τα ανατολικά απειλητικά και πολλοί από τους κατοί­κους άρχισαν να φεύγουν. Το απόγευμα για πολλοστή φορά είχαν βομβαρδισθεί τα παραλι­ακά ξενοδοχεία. Το πουλί έβλεπε την ασυνήθι­στη κίνηση κι όλη η αγωνία τής πόλης μεταφέρθηκε στο κλουβί του. Μακριά ακούγο­νταν πυροβολισμοί. Φτερούγιζε ανήσυχος και δεν είχε όρεξη να τσιμπήσει ούτε ένα σποράκι από το φαγητό που του είχε φέρει ο φύλακας. Ήπιε μόνο μια γουλιά νερό, γιατί ένιωσε ότι το λαρύγγι του είχε στεγνώσει.
Την άλλη μέρα το πρωί ήρθαν ξανά τα αερο­πλάνα και βομβάρδισαν. Πετούσαν πάνω από τον κήπο και έριχναν τις βόμβες τους στα παραλι­ακά ξενοδοχεία. Το μεταλλικό σκέπα­σμα του κλουβιού γινόταν σαν ηχείο κι έτσι ο δια­περαστικός ήχος των βομβαρδιστικών τού τρυπούσε τ’ αυτιά και κόντευε να τρελαθεί. Τρύ­πωνε βαθιά μέσα στην ξύλινη φωλιά του, μα κι εκεί δεν ήταν καλύτερα. Το κλουβί τρανταζό­ταν κάθε φορά που έσκαγε μια βόμβα. Πρό­σεξε την ανήσυχη κινητικότητα. Η πόλη άδειαζε. Τα αυτοκίνητα κολλητά το ένα πίσω από το άλλο πήγαιναν όλα προς την ίδια κατεύ­θυνση.
Το πουλί ξεχάστηκε μέσα στο κλουβί του. Ποιος θα νοιαζόταν τώρα για έναν παπαγάλο, τη στιγμή που όλοι έτρεχαν να σωθούν. Οι πιο πολλοί, βέβαια, νόμιζαν ότι η αναχώρησή τους ήταν προσωρινή, μέχρι να περάσει το κακό και ότι σε δυο τρεις το πολύ μέρες θα ήταν όλοι πίσω στα σπίτια τους. Πού να φαντα­στούν!
Χάζευε τ’ αυτοκίνητα που προχωρούσαν κι όσο πέρναγε η ώρα παρατηρούσε ότι λιγό­στευαν, λιγόστευαν και μέσα σε δύο ώρες δεν υπήρχε πια καμιά κίνηση. Πού ήταν οι φίλοι του; Πού να είχαν πάει άραγε όλοι τους; Καταλάβαινε ότι έγινε μια μεγάλη αναστάτωση, ένα μεγάλο κακό, μα στο μυαλό του ήτανε όλα τα πράγματα συγχυσμένα. Τον τελευ­ταίο καιρό είχε προσέξει την αλλαγή στη συμπεριφορά και τις κινήσεις των φίλων του. Και τώρα τι γύρευαν εδώ αυτά τα τεράστια που­λιά που έριχναν βόμβες κι έκαναν το κλουβί του να τραντάζεται; Τι να ήταν αυτοί οι πυροβολισμοί που ακούγονταν τον τελευταίο καιρό; Δεν μπορούσε να βγάλει κανένα συμπέρα­σμα.
Τίναξε τα φτερά του και πλησίασε στο αραιό πλέγμα. Ήθελε να φύγει κι αυτός από τούτο το μέρος, μα δεν μπορούσε. Έψαξε πόντο πόντο όλο το κλουβί, μήπως βρει μια χαραμάδα, μια τόση δα μικρή τρύπα για να ξεφύγει από αυτή τη φυλακή. ʼρπαξε απελπισμένος με τη γαμψή του μύτη το σύρμα και το ταρακούνησε, αλλά μάταια. Δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Φώ­ναξε με όση δύναμη είχε, μα δεν πήρε καμιά απάντηση.
Η ζέστη ήταν ανυπόφορη κι η υγρασία τού δυ­σκόλευε την αναπνοή. Δεν κουνιόταν ούτε ένα φυλλαράκι. Κι αυτή η μεγάλη σημαία στο γυμνά­σιο, που τόσο του άρεσε να τη χαζεύει όταν ανάλαφρη κυμάτιζε, ήταν τώρα τυλιγ­μένη σαν φίδι γύρω από τον ιστό της. Γύρισε προς το μέρος τής μικρής λιμνούλας και φώ­ναξε πάλι δυ­νατά. Το σιδερένιο δελφίνι δεν του απάντησε. Ακίνητο, με ανοικτό το στόμα του να κοι­τάει σα χαζό τον ουρανό, παγωμένο στο σάλτο του πάνω από τη λιμνούλα. Το σύμβολο της πόλης τώρα έχασκε με απορία. Ένα αποξηρα­μένο πορτοκάλι, μαυρισμένο, ξεχα­σμένο στο σώμα του, του θύμισε τις παλιές καλές εποχές της γιορτής τού πορτοκαλιού, που το δελ­φίνι αποκτούσε το πορτοκαλένιο του σώμα και γινόταν το επίκεντρο της γιορτής. Ξαναφώ­ναξε δυνατά, μα πάλι δεν πήρε απάντηση.
Τώρα ήτανε μόνος, εντελώς μόνος. Ένα συναί­σθημα που πρώτη του φορά ένιωθε, κι ας ήταν τόσα χρόνια κλεισμένος στο ίδιο κλουβί. Τώρα κατάλαβε πόσο γεμάτες ήταν οι μέρες του παλιά και πόσο άδεια ήταν η ζωή του τώρα. Ήταν πια ένα τίποτε? ένας παπαγάλος γεμά­τος ανησυχίες και φόβους.
Η αγωνία τού έφερε νύστα, έκλεισε τα μάτια και δεν ονειρεύτηκε, μέχρι που ακού­στηκε ένας θόρυβος και τον ξύπνησε. Ήταν το συντριβάνι τής μικρής λιμνούλας δίπλα, που είχε αρχί­σει να λειτουργεί, όπως κάθε βράδυ, στην προκαθορισμένη ώρα και τα νερά γίνονταν κόκ­κινα, μετά γαλάζια και μετά κίτρινα. Λειτούρ­γησαν οι αυτόματοι μηχανισμοί τής πό­λης. Κοίταξε τα σπίτια τριγύρω, όλα ήταν ολό­φωτα και οι λάμπες στους στύλους των δρόμων ήταν αναμμένες. Λαχτάρησε. Νόμισε πως όλα είχαν τελειώσει κι η ζωή ξανάρχιζε. Η πόλη όλη ήταν φωταγωγημένη, μα, δυστυχώς, δεν υπήρχε καμιά κίνηση, μόνο το συντριβάνι ακουγό­ταν κι ύστερα από λίγο οι γρύλλοι, οι νυ­χτερίδες κι ο υπόλοιπος μικρόκοσμος της νύ­χτας.
Πεινούσε. Πήρε μερικούς σπόρους κι έσπασε ένα φιστίκι που βρήκε σε μια γωνιά. Τα φιστί­κια ήταν η αδυναμία του. Οι μαθητές στα δια­λείμματα του τα έριχναν από το αραιό πλέγμα. Τον πείραζαν κάποτε, μα δεχόταν τα πειράγ­ματά τους. Έκαναν ότι του δίνουν το φιστίκι και τη στιγμή που πλησίαζε για να το πάρει, το τραβούσαν πίσω. Έκανε όμως κι αυτός τα κόλπα του, έπαιζε θέατρο, έκανε ότι το φιστίκι δεν τον ενδιέφερε και γύριζε το κεφάλι από την άλλη μεριά. Μα ξαφνικά, με μια απότομη κί­νηση γυρνούσε και το έπαιρνε πριν προλάβουν να το απομακρύνουν. Γελούσαν, αλλά στο τέ­λος το διασκέδαζε κι αυτός.
Τα Σαββατοκύριακα γινόταν ένα πραγματικό πα­νηγύρι. Αγαπούσε τα μικρά παιδιά και χαιρό­ταν που άκουγε τις φωνούλες τους. Έπαιρνε προσεκτικά τα φιστίκια από τα τρυ­φερά τους χεράκια και πρόσεχε μήπως, χωρίς να το θέλει, πληγώσει κάποιο. Όταν όμως η μπά­ντα τού Δήμου αργά το από­γευμα άρχιζε να παίζει, έπαυε να είναι το κέντρο τού ενδιαφέ­ροντος. Ο διευθυντής τής ορχήστρας, ο άνθρωπος με τη μπαγκέτα, κέρδιζε τότε την πα­ράσταση. Δεν τον πολυχώνευε και κάθε τόσο ξεφώνιζε: «παραπάμ παμπάμ, παραπάμ παμπάμ» και κουνούσε τα φτερά του στο ρυθμό τής μουσικής αντιγράφοντάς τον. Όμως, η προσοχή όλων ήταν αλλού.
Το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι τα μεσάνυχτα που ο φύλακας έκλεινε τις μεγάλες πόρτες. Τις καθημερινές όμως τα πράγματα ήταν διαφορε­τικά. Η ζωή του ξεκινούσε με το πρώτο φως τής ημέρας. Ερχόταν ο φύλακας με το ποδήλατό του, άνοιγε διάπλατα τις καγκελόπορτες και σπρώχνοντάς το, το φύλαγε σε μια μικρή απο­θήκη. Τον καλημέριζε από μακριά χτυπώντας τό κουδούνι τού ποδηλάτου. Και είχε έναν γλυκό ήχο αυτό το κουδούνι, «γκριγκρίγκ, γκρι­γκρίγκ». Συγχυζόταν, δεν μπορούσε να επαναλά­βει τον ήχο. Έτσι, συνήθιζε να απαντά με ασυναρτησίες ή κάποτε με το «καλημέρα». Μετά, ερχόταν κοντά του, καθάριζε το κλουβί και του μιλούσε σιγανά, όπως ακριβώς μι­λάει κάποιος μ’ έναν φίλο του: «πώς είσαι; πώς πέ­ρασε το βράδυ σου; θέλεις κάτι να σου φέρω;» ʼλλαζε το νερό στο δοχείο, του έβαζε τροφή κι έπειτα άρχιζε την περιποίηση του κήπου.
Έπιανε ψιλή κουβέντα με τον Δήμο τον περι­πτερά, ο ένας μέσα από το κάγκελο και ο άλ­λος απέξω, αλλά το μάτι του ανίχνευε γύρω του και κάθε τόσο πήγαινε εδώ κι εκεί για να βγάλει κάποιο χόρτο που εντόπιζε, ενώ ο Δή­μος πεταγόταν να εξυπηρετήσει κάποιον πε­λάτη δίνοντάς του την πρωινή του εφημερίδα. Σε λίγο άρχιζαν να καταφθάνουν κι οι μαθη­τές, όλοι σχεδόν με τα ποδήλατά τους, ντριγκ ντριγκ τον καλημέριζαν, γέμιζε ο τόπος φωνές, κουδουνίσματα, πύκνωνε η κίνηση και η πόλη αποκτούσε το ρυθμό της.
Τις καθημερινές ο κήπος έκλεινε νωρίς και μόνο όταν έφευγαν και οι τελευταίοι θαμώνες τού καφέ «Μποκάτσιο» ησύχαζε και ξε­κουραζόταν. Του ήρθε μεγάλο παράπονο. Τον κατέτρωγε η μοναξιά. Ήθελε να φύγει από τούτο το κλουβί. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνι­κτική, η υγρασία και ο καπνός που ερχόταν από μακριά εισχωρούσαν και μέσα στη φωλιά του ακόμα και τον έπνιγαν. Αγωνιούσε. Δεν ήξερε τι να κάνει. ʼρχισαν να βγαίνουν άναρ­θρες κραυγές από το στόμα του και μετά κάτι ασυναρτησίες: «άνδρα μοι έννεπε μούσα πολύ­τροπον ος μάλα πόλλα». Μιλούσε συνέ­χεια χωρίς να σταματά? θυμόταν όλα όσα είχε μάθει από τους φί­λους του τους μαθητές. Έρχονταν κοντά του και διάβαζαν τα κείμενά τους για το διαγώνι­σμα της ημέρας. Αυτός επαναλάμβανε. Στο επό­μενο διάλειμμα έρχονταν άλλοι μαθητές, με άλλες ιστορίες. Μιλούσε ασταμά­τητα, καθώς οι εικόνες τού παρελθόντος ξετυλί­γονταν η μια πίσω από την άλλη και τα λόγια έβγαιναν χωρίς έλεγχο, μέχρι που από­καμε.
Την άλλη μέρα ανακάλυψε πως είχε τελειώ­σει και η τελευταία σταγόνα νερού. Αυτή η θλιβερή διαπί­στωση τον αναστάτωσε. Γύρισε το βλέμμα γύρω, μα δεν διέκρινε ούτε την παραμικρή κί­νηση. Η μόνη κίνηση που τον ευχαριστούσε ήταν το συντριβάνι που ξεκινούσε στην προκαθο­ρισμένη ώρα και το νερό που γινόταν εναλλακτικά κόκκινο, μπλε, κίτρινο. Κάρφωνε το βλέμμα του εκεί και παρακολουθούσε με τις ώρες το νερό, μέχρι που τον έπαιρνε ο ύπνος. Σή­μερα όμως δεν ξεκίνησε ούτε αυτό. Ούτε ξανά­ναψαν τα φώτα. Παντού πηχτό, ανατριχιαστικό σκοτάδι.
Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Δεν ήξερε πότε κοιμόταν και πότε ξυπνούσε. Σε κάποια στιγμή άκουσε κάποιους θορύβους. Τέντωσε το αυτί και σε λίγο είδε κάποιους στρατιώ­τες. Ήταν κοντά στο περίπτερο και προ­σπαθούσαν να ανοίξουν την πόρτα του χτυ­πώντας την με τα κοντάκια των όπλων τους. Μιλού­σαν μια γλώσσα που πρώτη του φορά άκουγε. Έπρεπε να κάνει κάτι να τον προσέξουν διαφορε­τικά ήταν χαμένος. Έβαλε όση δύναμη του απέμεινε και φώναξε δυνατά: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος τού Τελαμώνα». Οι στρα­τιώτες που ξαφνιάστηκαν, ακροβολίστη­καν αμέσως πίσω από το περιτοίχισμα του κή­που. Ήταν η τελευταία ευκαιρία που είχε για να επιζήσει. Ήταν σίγουρος ότι τον είχαν ακού­σει. Περίμενε λίγο και ξαναφώναξε μηχανικά: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο …». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και μια ριπή γά­ζωσε το κλουβί του και τον συντάραξε. Τρύ­πωσε στην ξύλινη φωλιά του φοβισμένος και πε­ρίμενε. Δεν είχε άλλη επιλογή.
Πέρασαν πολλές ώρες χωρίς να γίνει τί­ποτε, χωρίς να ακούγεται τίποτε κι ύστερα πρό­βαλε δειλά το κεφάλι έξω από τη φωλιά? μα πάλι τίποτε. Πήρε θάρρος και βγήκε. Το πέ­ταγμα μιας σκαλιφούρτας που προσγειώθηκε σ’ ένα κλαδί δίπλα, τον τρόμαξε προς στιγμήν, μα γρήγορα συνήλθε κι έμεινε να την κοιτά. Ζή­λεψε αυτό το μικρό πουλάκι που ήταν ελεύ­θερο να πετά και να πηγαίνει όπου θέλει. Κατα­ράστηκε την τύχη του να είναι κλεισμένος σ’ ένα κλουβί νηστικός και διψασμένος με τις δυ­νάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Μα, η τύχη του τού χαμογέλασε. Η ριπή που έριξαν οι στρατιώτες προκάλεσε ένα μικρό ρήγμα στο κλουβί, όμως αρκετά μεγάλο, για να χωρέσει και να περάσει έξω. Δεν έχασε δευτερό­λεπτο. Έσπρωξε το σώμα του όσο πιο δυ­νατά μπορούσε και βρέθηκε φαρδύς πλατύς κάτω. Δεν έχασε χρόνο, όρμησε στο νερό και ξεδί­ψασε. Τίναξε τις φτερούγες και ένιωσε τις δυνάμεις του να επανέρχονται.
Περπάτησε πάνω στο πλακόστρωτο γύρω από τη μικρή λιμνούλα και δοκίμασε να πετά­ξει. Δεν τα κατάφερε όμως? ένιωσε το σώμα του τόσο βαρύ. Από πέτρα σε πέτρα, ανέβηκε στο χώρο τής μπάντας. Ήταν πε­ρίπου ένα μέτρο ψηλά και θα δοκίμαζε από το άνοιγμα που ήταν τα σκαλοπάτια. Πήρε φόρα, ανοιγόκλεισε τις φτερούγες, μα έφαγε τα μούτρα του μόλις ένα μέτρο μπροστά στα σκαλο­πάτια. Πόνεσε πολύ, όχι από το κτύ­πημα, πιο πολύ από την ανικανότητά του. Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε πετάξει. Τη σπασμωδική του κίνηση την έκανε μηχανικά, χωρίς να συντονίσει τα μέλη του, την τελευταία στιγμή δείλιασε, το μυαλό του θό­λωσε και οι φτερούγες του δεν άνοιξαν.
Ήταν φανερό πως έπρεπε πια να συγκε­ντρωθεί και να δράσει με περί­σκεψη. Οι σκιές άρχισαν να μακραίνουν και η νύ­χτα να έρχεται γρήγορα. Ο φόβος άρχισε πάλι να φωλιάζει μέσα του κι εγκατέλειψε τις προσπάθειες για το πέταγμα. Θα το έκανε την επόμενη μέρα. Για την ώρα έπρεπε να βρει κατα­φύγιο για προφύλαξη? δεν γνώριζε τι του επεφύλασσε η νύχτα. Κάποια νιαουρίσματα που είχε ακούσει νωρίτερα, τον έκαναν ν’ ανησυ­χήσει, γιατί ήξερε από ένστικτο πως αρέ­σει στους γάτους να τρώνε τα πουλιά. Με αρ­γές κινήσεις χώθηκε στη ρίζα ενός πυκνού θά­μνου και από εκεί κούρνιασε στο πιο ψηλό κλαδί που μπόρεσε ν’ ανέβει αναλογιζόμενος τα γεγονότα τής ημέρας. ʼκουγε τ’ αλυχτί­σματα των σκυλιών, τα νιαουρίσματα των γά­των, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η ένταση, η κού­ρασή του, που βυθίστηκε αμέσως σε βαθύν ύπνο, καθώς η τρομαχτική νύχτα άρχισε ν’ απλώ­νει το κατάμαυρο πέπλο της επάνω στον μικρό κήπο.
Ξύπνησε, καθώς κάποιες ακτίνες διαπερνώ­ντας το φύλλωμα του θάμνου τον σκούντηξαν. Ξημέρωσε. Δοκίμασε αμέσως να πετάξει ψηλά βάζοντας όλα του τα δυνατά, πιστεύοντας ότι θα τα καταφέρει? και τα κατάφερε. Ήταν πολύ χαρούμενος. Μπορούσε πια να βλέπει τον κήπο από ψηλά και να πετά χωρίς κανένα πρό­βλημα. Μόνο που ήταν αποδυναμωμένος λόγω της ασιτίας του. Τώρα όμως, που ήταν ελεύθε­ρος θα το φρόντιζε κι αυτό το πρόβλημα. Πέ­ταξε προς το Λύκειο Ελληνίδων και κάθισε στο γείσο πάνω από την είσοδο. Από εκεί, πέταξε προς το καφέ «Μποκάτσιο» και μπήκε από ένα ανοιχτό παραθυράκι. Τι τύχη! Πίσω από το μπαρ ήταν τρία δοχεία γεμάτα με ξηρούς καρ­πούς. Νόμιζε ότι ονειρευόταν, μα σαν δοκίμασε με τη γαμψή του μύτη ένα φιστίκι, τότε σιγουρεύ­τηκε ότι είχε σωθεί. Αφού έφαγε με βου­λιμία μέχρι σκασμού, βγήκε από το ίδιο παρα­θυράκι και πέταξε προς το πιο ψηλό ση­μείο τού Λυκείου. Ένιωθε καλύτερα τώρα κι άρ­χισε να καταστρώνει σχέδια δράσης.
Ήθελε να πετάξει πάνω από την πόλη, όσο πιο ψηλά μπορούσε, για να βγάλει κάποιο συμπέ­ρασμα. Πρώτα πέταξε προς το μέρος τής παρα­λίας. Καλύτερα όμως να μην έβλεπε. Το μετά­νιωσε. Τα ξενοδοχεία ήταν βομβαρδισμένα κι οι δρόμοι ήταν αποκομμένοι από τα συντρίμ­μια τους, χωρίς καμιά κίνηση, εντελώς έρημοι. Μόνο η θάλασσα ακουγόταν, και ήταν σαν να θρη­νούσε, καθώς χτυπιόταν με τα αφρισμένα της κύ­ματα επάνω στην άμμο, θυμωμένη γι’ αυτά που είχαν γίνει σε όλο το μήκος τής παραλίας.
Τράβηξε προς τα δυτικά που ήταν το κέντρο τής πόλης και κατόπιν πιο βόρεια. Τα ίδια: μια βομβαρδισμένη, βουβή κι έρημη πόλη. Πιο μα­κριά έβγαιναν πυκνοί καπνοί κι ακούγονταν εκρήξεις. Τον έπιασε θλίψη, γιατί σε όποια κατεύθυνση και να πε­τούσε, έβλεπε παντού καταστροφή. Επέστρεψε στον κήπο αργά το απόγευμα, πάρα πολύ κουρα­σμένος, και προσγειώθηκε ψηλά σ’ ένα κλωνάρι τού πυκνόφυλλου δέντρου δίπλα από το υπόστεγο της ορχήστρας? έκλεισε τα μάτια, μα σχεδόν αμέσως τα άνοιξε πάλι, γιατί ακού­στηκε το ανατριχιαστικό νιαούρισμα ενός γά­του, που τον έκανε να ανησυχήσει. Μόνο γά­τους είχε πια η πόλη, φίδια, σκυλιά κι έναν παπα­γάλο. Τι φρικτό! Απίστευτο.
Από την επόμενη και κάθε μέρα, πολύ νωρίς άρχιζε την περιπλάνησή του στην πόλη που ήθελε τόσο πολύ να γνωρίσει. Πάντα έβρισκε τρόπο να μπαίνει στα κτήρια, γιατί όλο και κά­ποιο μικρό παράθυρο έμενε ανοικτό. Το Δημαρ­χείο και το Διοικητήριο ήταν βομβαρδισμένα. Τραπέζια, γραφεία και άλλα έπιπλα ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί, με ανοι­χτά συρτάρια, και τα χαρτιά, όσα, βέβαια, είχαν γλυτώσει από τη φωτιά ο άνεμος τα σκόρπισε παντού.
Επισκέφτηκε το σπίτι τού ξακουστού ζωγρά­φου, ένα παλιό σπίτι κοντά στην εκκλησία, με εσωτερική αυλή, που δεν δυ­σκολεύτηκε να μπει. Μέσα ήταν μεγάλα τελάρα και πολλές ζωγραφιές στους τοίχους. Του άρεσε η εικόνα τής μάνας που έχει το παιδί της τρυφερά στην αγκαλιά της σαν Παναγιά.
Ύστερα επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη τής πό­λης. Κι εδώ υπήρχαν πολλές ζωγραφιές, μα πιο πολύ είχε τραπέζια με ανοιχτά βιβλία επάνω? πε­ρίμεναν αυτούς που τα είχαν ανοίξει, να συνε­χίσουν το διάβασμα από εκεί που είχαν μεί­νει. Όπου και να πήγαινε, αντίκριζε εικόνες θλίψης, οδύνης και πόνου. Έπρεπε να πάρει την απόφασή του. Να μείνει ή να φύγει μακριά; Κι αν έφευγε, πού θα πήγαινε;
Πετούσε ψηλά κι έβλεπε περίλυπος την πόλη του. Του άρεσε να ανυψώνεται πολύ, γιατί από εκεί ψηλά, τίποτε δεν πρόδιδε την κα­ταστροφή, φαινόταν μια ήρεμη και ωραιό­τατη πόλη, ξαπλωμένη ανάμεσα στο πράσινο των περιβολιών και το γαλάζιο τής θάλασσας. Όταν, όμως κατέβαινε χαμηλότερα, λυπόταν πολύ γιατί αντίκριζε μια φρι­κτή εικόνα που δεν μπορούσε να την αντέξει.
Στις καθημερινές του επισκέψεις με πολλή λύπη διαπίστωνε ότι οι ζωγραφιές λιγόστευαν, οι εικόνες στις εκκλησίες και τα βιβλία εξαφανί­ζονταν, ακόμη και τα παραθυρόφυλλα έλειπαν. Κι ο άνεμος έμπαιναν μέσα στα σπί­τια και απέθετε μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολλή σκόνη και άμμο. Τα βράδια χτυπούσαν παράθυρα, έσπαγαν τζάμια, ακούγονταν παρά­ξενοι θόρυβοι, και άγριες κραυγές από αγριόγατους που μάλωναν και του έκοβαν την ανάσα. Κάποτε πάλι, ακουγόταν ξαφνικά μια ριπή κι ύστερα τα πάντα βυθίζονταν σε από­λυτη σιωπή.
Παρ’ όλα αυτά, είχε αποφασίσει να μείνει εδώ. Εδώ ήταν το σπίτι του. Δεν είχε πουθενά να πάει. Πού να πάει; Ακόμα έβρισκε σπόρους και βλαστούς κι επιβίωνε. Πετούσε πάνω από την πόλη του που άλλαζε γρήγορα όψη. Στους δρόμους είχαν φυτρώσει θάμνοι, διατρυπώ­ντας ακόμα και την άσφαλτο, και κάθε μέρα γίνονταν όλο και πιο ψηλοί. Παντού υπήρχαν τζάμια σπασμένα, σάπια ξύλα, πεσμένοι σοβάδες και ανάμεσα στους σκουριασμένους σωλήνες και τους πεταμένους τσίγκους κυκλοφορούσαν αρουραίοι και φίδια. Κάθε μέρα που ξημέρωνε, έκανε την πόλη του πιο γκρίζα, μουντή και καταθλι­πτική. Ήταν όμως η πόλη του. Κι η από­φαση που είχε πάρει ήταν οριστική και αμε­τάκλητη: εδώ θα ζούσε? για πάντα.
***
Όσοι επισκέπτονται τώρα την πόλη, πηγαί­νουν μέχρι το συρματόπλεγμα και καρφώνο­νται εκεί για πολλή ώρα σιωπηλοί, με τα μάτια δα­κρυσμένα, ακούνε το κύμα που δεν ησυ­χάζει ποτέ, σκάει στην αμμουδιά ασταμάτητα και είναι το μόνο πράγμα που δεν έχει αλλάξει από τότε σε τίποτε, αναπολούν τις ευτυχισμέ­νες στιγμές που έζησαν σ’ αυτή την υπέροχη πόλη, βάζουν το χέρι στο μέτωπο αντήλιο ή παίρ­νουν τα κιάλια και προσηλώνονται σε κά­ποιο σημείο, τεντώνουν το χέρι, δείχνουν κάτι στο διπλανό τους, γιατί όπου και να κοιτά­ξουν, όλο και κάτι θα δουν που να συνδέεται με τη ζωή που έζησαν εδώ, και επαναλαμβάνουν ψιθυριστά την ίδια δισύλλαβη λέξη: «γιατί;».
Πολλοί μαρτυρούν με έκπληξη ότι κάθε φορά που πηγαί­νουν, βλέπουν ένα παράξενο πουλί να τρι­γυρνά εκεί κοντά? είναι το πουλί που «δεν πε­θαίνει ποτέ», το βλέπουν να κάθεται επάνω στα θλιβερά και ανατριχιαστικά συρματοπλέγ­ματα και να επαναλαμβάνει δυ­νατά μια και μοναδική φράση: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος τού Τελαμώνα, ο Τεύκροοοοοοος …».
Ύστερα χάνεται μέσα στην γκρίζα θολούρα τής βουβής πόλης κι ακούγεται μόνο το γοερό κι ασταμάτητο βογγητό τής θάλασσας.

Lire la suite

Είναι ο Πάνθηρας Ζωντανός; (απόσπασμα 2ο)

Το μεσημέρι η παραλία γέμιζε κόσμο γύρω απο το ξενοδοχείο King George , μαζεύονταν οι θαλασσόφιλοι μαγαζάτορες που έκλειναν τα μαγαζιά τους απο τη μία μέχρι τις τέσσερις και χρησιμοποιούσαν την ώρα αυτή για να κάνουν μια βουτιά στη θάλασσα , ξάπλωναν νωχελικά στην άμμο, έπαιζαν βόλεϋ ή διηγιόντουσαν ιστορίες . Βέβαια στις τέσσερις παρά τέταρτο όλοι αυτοί έπρεπε να τα μαζέψουν και να φύγουν πάνω στην ώρα που η θάλασσα ηρεμούσε και το απόγευμα άρχιζε να αποκτά εκείνη τη χαρακτηριστική ηδύτητα και βέβαια ζήλευαν τους άλλους που έμεναν πίσω τους τυχερούς που δεν είχαν να τρέξουν σε καμία δουλειά. Κι αυτές οι ώρες αργά το απόγευμα ή νωρίς το πρωί είχαν κάτι το ιδιωτικό γι αυτούς που είχαν σπίτια πάνω στη παραλία κι αυτές τις ώρες διάλεγαν για να βγαίνουν , να περπατούν , να κολυμπούν ενώ τις άλλες ώρες τις θεωρούσαν κάπως χυδαίες κι απέφευγαν την παραλία.
Απόσπασμα απο το βιβλίο της Νίκης Μαραγκού,
Είναι ο Πάνθηρας Ζωντανός ;;

Lire la suite

Μια στρώση άμμου

Tο σπίτι που έκτισαν ήταν απο τα πρώτα στην παραλία της Aμμοχωςτου μαζί με την παράγκα του Eυάγγελου Λουίζου το Nαυτικο Oμιλο, το εγγλέζικο κλαμπ και τοπαραθαλασσα στο σπίτι του παππού, που αργοτερα έγινε χαρτοπαικτική λέσχη και ονομάστηκε “Λευκος Πύργος”. Tοτε που η παραλία δεν είχε ακομα γεμίσει με ξενοδοχεία και αναψυκτήρια και τζιουκ μποξ , το δικο τους ήταν ένα τεράστιο σπίτι με μια μεγάλη βεράντα με λευκές κολονες που τελείωναν στη θάλασσα, οπου τρώγαμε συχνά τις Kυριακές το καλοκαίρι πιλάφι μιλανέζα, ψητό και σαλάτες που στο κέντρο είχαν το φύλλο μιας ντομάτας τυλιγμένο σαν τριαντάφυλλο ,ή άλλες φορές , το χειμώνα στη τραπεζαρία με τους γαλάζιους τοιχους και τους πίνακες του Πωλ Γεωργίου σε μπλε και ώχρες. Eίναι αυτούς τους πίνακες που περιεργαζομουν τα βράδια που έλειπαν απο το σπίτι, τις ακουαρέλες και τις παλιές γκραβούρες στους διαδρομους, που μάζευε ο θείος απο κάποια παλαιοπωλεία του Παρισιού ή της Aλεξάνδρειας, οπου ευλαβικά δύο και τρεις φορές το χρόνο απίθωνε τα κέρδη του ξυλεμπορικού, ή έμπαινα στο δικο του δωμάτιο το γεμάτο βιβλία και περιοδικά με μια λάμπα μικρή στο κομοδίνο, που πιανοταν στις σελίδες επάνω του βιβλίου για να φέγγει μονο εκεί πλάι στο κρεββατι που ήταν στενό και ασκητικο με μια καφετιά κουβέρτα, ενώ αντίθετα της θείας ήταν πλατύ με πουπουλένιοστρώμα και δαντέλες. Aλλες φορές τα βράδια ή τα πρωινά που η θεία ακομα κοιμοταν ή έλειπε στα μαγαζιά κατέβαινα στη βιβλιοθήκη, οπου ο Mήτσος είχε συγκεντρώσει ολο τον καημο του της Φιλολογίας.
Ν. Μαραγκού
Μια στρώση άμμου

Lire la suite

Λύση

7/148 – ΛΥΣΗ, επαρχία Αμμοχωστου

Η ΛΥΣΗ είναι μεγάλη αμιγώς ελληνική κοινότητα του κατεχόμενου τμήματος της Επαρχίας Αμμοχώστου. Είναι η γενέτειρα του ήρωα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου.

Γεωγραφική Θέση: Βρίσκεται 24 χλμ δυτικά της πόλης της Αμμοχώστου, σε υψόμετρο 55M.

Πληθυσμός: Ο πληθυσμός της κοινότητας αυτής το 1960 ανερχόταν σε 3737 κατοίκους, όλοι Έλληνες. Ο πληθυσμός της το 1973 υπολογιζόταν σε 4537 κατοίκους.

Χριστιανικοί Ναοί: Στα όρια της κοινότητας αυτής βρίσκεται η εκκλησία Παναγίας καθώς και το εξωκλήσι Αγίου Ευφημιανόυ / Θεμονιανόυ.

Σχολεία: Στα 2 ελληνικά Δημοτικά Σχολεία που λειτουργούσαν εδώ πριν την τουρκική εισβολή φοιτούσαν κατά το σχολικό έτος 1973-74 586 μαθητές.

Συνέπειες Τουρκικής Εισβολής: Κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, η κοινότητα καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό με αποτέλεσμα να εκτοπιστούν όλοι οι Έλληνες κάτοικοι της. Έκτοτε, οι τουρκικές δυνάμεις κατοχής και η παράνομη κατοχική διοίκηση εμποδίζουν την επιστροφή τους.

7c(στην μαυρόασπρη φωτογραφια Η εκκλησία της Λύσης τήν ημέρα αποπεράτωσης του κτισίματος της! Στην φωτογραφία φαίνονται δεξιά ο Ιάκωβος Παύλου, φημισμένος Μάστρε Γιακουμής (με τη βράκα), ο οποίος “αρχιτεκτόνισε” και έκτισε την εκκλησία, στο κέντρο ο παπάς της εκκλησίας και αριστερά ο Κοινοτάρχης. Ο Μάστρε Γιακουμής ανέβαινε στο άλογο και πήγαινε στην Αμμόχωστο, μελετούσε την εκκλησία του Αγ. Νικολάου που είχε σαν πρότυπο του και στην συνέχεια εφήρμοζε την τεχνική του. Ο κόσμος τότε κυκλοφορούσε με τα βωδάμαξα, τα άλογα και τα γαϊδούρια.)7b

Lire la suite

Αγορά

Τα περισσότερα απο τα εμπορικά καταστήματα βρίσκονταν γύρω απο την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και η περιοχή την οποία οι ντόπιοι αποκαλούσαν απλά << αγορά>> θύμιζε στους ξένους επισκέπτες τα παζάρια της Ανατολής. Στα δρομάκια της αγοράς υπήρχαν κουρεία , ραφεία, αργυρόχοεία , χρυσοχοεία, σιδηρουργία , παπουτσάδικα, παπλωματάδικα , χαλκωματάδικα, και τενεκετζίδικα. Ανάμεσα στους επαγγελματίες αυτούς υπήρχαν και χρωματοπωλεία μπακάλικα μανάβικα ψιλικατζίδικα καθως και καταστήματα υφασμάτων και νεωτερισμών που πουλούσαν μεταξωτά και λινά υφάσματα είδη προικός κεντήματα και κάθε είδους εργόχειρα. Στη πορεία του χρόνου η οδός Ερμού κυριάρχησε και κατέκτησε τη θεςη του εμπορικού και οικονομικού κέντρου της Αμμοχώστου .
Α. Σωτηρίου
Φωτογραφικές Αναμνήσεις

Lire la suite

Οι συγκοινωνίες της Αμμοχώστου

Ενθύμιον Αμμοχώστου
Μια σπο τις πρώτες φροντίδας της βρετανικής κυβέρνησης ηταν η βελτίωση των συγκοινωνιών του νησιού. Όταν οι ʼγγλοι έφτασαν στην Κύπρο το 1878 υπήρχε μόνο ενας δρόμος 26 μιλίων που συνέδεε τη Λευκωσία με τη Λάρνακα. Η κατασκευή των οδικών έργων σύνδεσης της πρωτεύουσας με τις κυριώτερες πόλεις συμπεριλαμβανομένης και της Αμμοχώστου ξεκίνησε το 1870 και συνεχίστηκε με εντατικό ρυθμό και χωρις διακοπή για αρκετές δεκαετίες σε μια προσπάθεια της κυβέρνησης να καλύψει όλο το νησί με ενα ολοκληρωμένο δίκτυο δρόμων που θα διευκόλυναν τη μεταφορά των κατοίκων και των προϊόντων τους. Μέχρι το 1915 το νησί διέθετε ενα δίκτυο σχεδόν 800 μιλίων οδικών αρτηριών και πάνω σπο 1000 μίλια δευτερευόντων ανακριτών δρόμων.
Η συντήρηση των οδικών αρτηριών ηταν ευθύνη της κυβέρνησης η οποία διέθετε ενα συγκεκριμένο κονδύλι στον ετήσιο προϋπολογισμό . Το 80% του ποσού αυτού διετίθετο για συντήρηση των οδικών αρτηριών ενώ το 20% χρησιμοποιείτο για τη βελτίωση άλλων δρόμων. Η κυρία αιτία για τη διάθεση ενός τέτοιου μικρού ποσού για τους δευτερεύοντες αμαξιτους δρόμους οφείλεται στο γεγονός οτι η συντήρηση των δρόμων αυτών γινόταν σε μεγάλο βαθμό απο την υποχρεωτική εργασία που παρείχαν οι Κύπριοι χωρικοί. Σύμφωνα με ενα νόμο του 1900 καθε χωρικός ικανός προς εργασία ηταν υποχρεωμένος να παρέχει καθε χρόνο εργασία έξη ημερών για την κατασκευή ή τη συντήρηση δρόμων η άλλων δημοσίων έργων που αποφάσιζαν τα δημοτικά συμβούλια ή άλλες αρμόδιες τοπικές αρχές.
( αύριο Λιμάνι )
Φωτο: Εγκαίνια σιδηροδρομικής γραμμής Αμμοχώστου-Λευκωσίας, Οκτώβριος 1905 (Φωτογραφία Θ. Ν. Τουφεξή). [Ανήκει στον Πάνο Λοΐζου (Λονδίνο)]

Lire la suite

Το Λιμάνι

Το φυσικό λιμάνι της Αμμοχώστου χρησιμοποιήθηκε απο όλους τους κατακτητές της Κύπρου. Οι έμποροι χρησιμοποιούσαν την Αμμόχωστο κυρίως σαν διαμετακομιστικό λιμάνι και έφεραν αρκετό πλούτο στη πόλη . Τον Μεσαίωνα ιδιαίτερα αμύθητα πλούτη πέρασαν απο τα μουράγια του .
Οι Βυζαντινοί, οι Φράγκοι, και κατόπιν οι Βενετσιάνοι ζούσαν πολυτελή ζωή και πολλά απο τα είδη που χρησιμοποιούσαν τα έφερναν τα καράβια τους απο την Ευρώπη. Οι γυναίκες των ευγενών της εποχής είχαν φήμη κι έξω απο το νησί για τα θαυμάσια και βαρύτιμα κοσμήματα τους. Γνωστή είναι η ιστορια ενός εμπόρου τότε που πρόσφερε στους φιλοξενούμενους του ανάκατα ξηρούς καρπούς και πολύτιμους λίθους . Αν προσθέσουμε σε τούτα και τα βαρειά χρυσοκέντητα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν τότε για το ντύσιμό τους άνδρες και γυναίκες , τα ταπέτα , τα βαρειά παραπετάσματα , τα έπιπλα και τα λοιπά χρειώδη καθώς και την καλή τους όρεξη εχουμε μια μικρή εικόνα για την κίνηση που υπήρχε τότε στο μικρό λιμάνι. Απο τούτο το λιμάνι μπήκαν τα τούρκικα φουσάτα στη μεσαιωνική πόλη.
Οι ʼγγλοι έκαναν τη πρώτη διεύρυνση του λιμανιού στις αρχές του αιώνα και το πρώτο μικρό βαπόρι προσέγγισε το λιμάνι. Μεγάλη εντύπωση έκανε στους ντόπιους. Η μικρή προκυμαία γέμισε απο περίεργους που σπρώχνονταν να θαυμάσουν το πλωτό παλάτι . Αλλά κι απο άλλες πόλεις ήρχοντο να περίεργαστούν το καράβι. Μερικοί έμεναν έκθαμβοι άλλοι απαγοητεύοντο. ʼλλο να φαντάζεσαι ή να βλέπεις κάτι απο μακρυά κι άλλο να το βλέπεις απο κοντά , συνήθως χάνει.
Έτσι εχουμε την ιστορία μιας Σκαλιώτισσας Δέσποινας όταν την πήρε ο γιός της που ηταν εγκατεστημένος στο Βαρώσι να επισκεφθεί το λιμάνι το 1907.
-Είδες μητέρα τι ωραίο είναι το βαπόρι απο κοντά; Της είπε
Η Σκαλιώτισσα κυρά είδε με κάποια δόση πικρίας το βαπόρι κι είπε με όση αξιοπρέπεια μπορούσε : τι να σου πώ γυιέ μου προτιμώ να βλέπω το βαπόρι απο μακρυά όπως στη Σκάλα. Απο κοντά χάνει τη μεγαλοπρέπεια του.
Έτσι έσωσε τα προσχήματα και τον Σκαλιωτικο της εγωισμό. Κι ο γιός της πολύ αργότερα σε επίσκεψη του στο πρώτο αεροδρόμιο της Λευκωσίας αφού είδε τα αεροπλάνα και την κίνηση είπε με την ίδια περίπου δόση πικρίας: οι Χωραίτες δεν χώνεται την ιδέα οτι ειχαμε εμείς οι Βαρωσιώτες λιμάνι. Είχαν δεν είχαν έκαναν κι αυτοί λιμάνι.
Το Λιμάνι υπήρξε μια απο τις κυριώτερες αιτίες αλλαγής στο τόπο. Κοινωνικής και οικονομικής. Με την πρώτη εκβάθυνση του λιμανιού άρχισαν να προσεγγίζουν μεγαλύτερα βαπόρια που έκαναν το ταξίδι στο εξωτερικό πολύ ευκολότερο . Εγγλέζικα φορτηγά άρχισαν να προσεγγίζουν καθως και τα μικρά επιβατηγά << Φουατιέ>> και << Μπουλάκ>> , τα ποστάρει όπως τάλεγαν γιατί έφερναν και το ταχυδρομείο την Πόστα της Ευρώπης μέσω Αιγύπτου. Το ταχυδρομείο αυτό χρειαζόταν 10 έως 15 μέρες να φθάσει στην Κύπρο, με τούτα τα μικρά βαπόρια άρχισε και το πρώτο εμπόριο πατατών , ροδιών και πορτοκαλιών με την Αίγυπτο. Οι πρώτοι φρουτέμποροι τοποθετούσαν τα φρούτα και τις πατάτες μεςα σε κοφίνες. Οι κοφίνες αυτές ήταν χειροτεχνία των γυναικών της Αχερίτου , των Λειβαδίων και της Ορμήδειας. Πέρασαν αρκετά χρόνια οσότου να τολμήσουν οι έμποροι μας να στείλουν τα προϊόντα μας στην Αγγλία και μετά στην Ευρώπη. Η κοφίνα τότε παραμερίστηκε και ο νέος τρόπος συσκευασίας όπως κι οι νέοι τρόποι καλλιέργειας έφεραν τα κυπριακά προϊόντα στη πρώτη γραμμή των ξένων αγορών.
Παράλληλα με την οικονομική άρχισε κι η κοινωνική άνοδος. Οι περιορισμένες περιουσίες , που παρέμεναν σχεδόν αναλλοίωτες απο γενιά σε γενιά με το εμπόριο μεγάλωναν. Φυσικό επακόλουθο ήταν η ριζική σχεδόν αλλαγή στη ζωή του τόπου. Ο ήρεμος ρυθμός της ευτυχισμένης μικρής κοινωνίας άρχισε να αλλάζει γοργά.
Πριν τον Β/ Παγκόσμιο πόλεμο το αγγλικό βυθόμετρικό πλοίο Ορμόντε επισκεπτόταν τακτικά το λιμάνι κι έμενε πολλούς μήνες σε κάθε του επίσκεψη. Είχε εντολή να βυθομετρήσει με προςοχη το λιμάνι και τη γύρω θάλασσα . Όταν όμως τέλειωσαν ύστερα απο πολλα χρόνια οι έρευνες και υπεβλήθη η σχετική έκθεση αποκαλύφθηκε κάτι κωμικό. Η έκθεση παρουσίαζε ούτε λίγο ούτε πολυ την Αμμόχωστο νησί περιτριγυρισμένη απο θάλασσα . Εξελήφθη φαίνεται η τάφρος του μεσαιωνικού τείχους που σε παλιά χρόνια γέμιζε με θαλάςςιο νερό ως βυθός της θάλασσας . Κι έτσι η Αμμόχωστος έγινε νησί. Βεβαίως το Λάιος διορθώθηκε αμέσως αλλά ο κόσμος για πολυ καιρό γελούσε με το πάθημα των θαλασσογράφων.
Όταν τέλειωσε η βυθομέτρησις έφυγε και το βυθόμετρικό . Η απουσία του έγινε αισθητή γιατί ο κοπσμος είχε συνηθίσει να το βλέπει για πολλά χρόνια στο ι?διο μέρος πάντα αγκυροβολημένο απέναντι απο τον Πύργο του Οθέλλου και τα εύθυμα ναυτάκια του να τριγυρίζουν στους δρόμους με τους ναυτικούς τους σκούφους στραβά στο κεφάλι.
Τώρα στη θεςη του βυθομετρικού ειναι αγκυροβολημένα τα βαποράκια του Λιμεναρχείου , ο Οθέλλος και η Δυσδεμόνα. Κι έτσι παρά τον θρύλο που θέλει την Δυσδαιμόνα πνιγμένη απο τον άνδρα της , το σνδρόγυνο εξακολουθεί να ζει και να επιπλέει ο ένας πλάι στον άλλο δίπλα στο Πύργο τους.
Μια φορά τον χρόνο ο αγγλικός στόλος επισκεπτόταν το λιμάνι της Αμμοχώστου. Επειδή το λιμάνι ήταν μικρό τα μεγάλα πολεμικά αγκυροβολούσαν στα ανοικτά . Η ναυαρχίς με τη σημαία του ναυάρχου δίπλα στην Αγγλιξή σημαία , πέντε- έξι καταδρομικά και δυο τρία υποβρύχια που αυτά αγκυροβολούσαν στην άκρη του λιμανιού . Κατα τη διάρκεια αυτής της επισκέψεως οι τιμες των τροφίμων ανέβαιναν στα ύψη. Το γεγονός αυτό καθιέρωσε την έκφραση σαν υψωθεί η τιμή ενός εμπορεύματος : γιατί τόσο ακριβά; Ήλθε μήπως ο στόλος;;;
Το βράδυ όλα τα πολεμικά εφωταγωγούντο και τα φώτα τους αντικατοπτρίζοντας στη θάλασσα . Το θέαμα ήταν θαυμάσιο.
Η ήσυχη μικρή πολιτεία άλλαζε όψη με την άφιξη του στόλου. Πρόχειρα κέντρα διασκέδασης άνοιγαν και γινόταν εισαγωγή απο τα αντίστοιχα κέντρα άλλων πόλεων γυναικείου προσωπικού για την εξυπηρέτηση του στόλου της Αυτού Μεγαλειότητος! Μεγάλα πανώ με επιγραφές WELCOME SAILORS και άλλα συναφή συνθήματα στόλιζαν την είσοδο των καμπαρέ και των μπαρ . Ειδικοί κράχτες υποδείκνυαν στα ναυτάκια της θαλασσοκράτειρας τον παράδεισο που θα αντίκρυζαν επισκεπτόμενοι το κέντρο τους. Οι γυναίκες των κέντρων με πολύχρωμα φαντακτερα φουστάνια και χαμόγελα γεμάτα υπονοούμενα έκαναν παρέλαση το απόγευμα καθισμένες νωχελικά σε ανοικτές άμαξες για να επιδείξουν στους Τζώνηδες τα πλαδαρή τους κάλλη .
Το χρήμα και το ποτό έρρεαν και οι δρόμοι γέμιζαν μεθυσμένους . Και ηταν θέαμα συνηθισμένο το βράδυ η Ειδική Αστυνομία του Στόλου να μαζεύει τους μεθυσμένους ναύτες και να τους στοιβάζει σε μεγάλα αυτοκίνητα σαν σακκιά απο άχυρο .
Στην ναυαρχίδα δίδονταν επίσημοι χοροί και δεξιώσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις ερχόταν ο Κυβερνήτης απο τη Λευκωσία και όλοι οι ανώτεροι κυβερνητικοί υπάλληλοι καθως κι άλλοι πολίτες . Οι δεξιώσεις αυτές ηταν πολύ θεαματικές με τις επίσημες στολές και τα παράσημα και με τα μακρυά φορέματα των γυναικών . Η φιλαρμονική του σκάφους απεκοίμιζε μάλλον παρά εζωήρευε την ομήγυρη με τα σλόου Βαλς και τα ουανστέπ . Τα μεσάνυκτα ανεκρούετο ο αγγλικός εθνικός ύμνος και η δεξίωση ευρώ τρίτο λήξασα.
Λίγες μέρες μετά την άφιξη του στόλου μεγάλα αγήματα πεζοναυτών με φιλαρμονικές επικεφαλής έκαναν μεγάλη παρέλαση δια μέσου της παλαιας και της νέας πόλης . Τράνταζαν οι τοίχοι των παλιών σπίτιωναπο τα δυνατά κτυπήματα των ταμπούρων και τιυς ήχους των σσλπίγγων. ʼστραφταν στον μεσογειακό ήλιο τα γυαλισμένα μπρούτζα τους . Η γη ταράζοταν απο το ζωντανό βάδισμα των πεζοναυτών. Ηταν μια τυπική παρέλαση και συνάμα μια υπενθυμίσις της δυνάμεις της αυτοκρατορίας στους κατοίκους της μικρής αποικίας .
Οι αχθοφόροι του λιμανιού εθεωρουντο μέχρι τον Β παγκόσμιο πόλεμο οι πιο σκληρά εργαζόμενοι . Τα περισσότερα εμπορεύματα διακινούντο απο τη ράχη τους. Φορούσαν οι αχθοφόροι στο κεφάλι μια χοντρή σακκούλα διπλωμένη κατα το μήκος στα δυο που σχηματιζε κουκούλα για το κεφάλι κι ενα είδος μανδύα στη ράχη που προστάτευε το σώμα τους απο τα άμεσα κτυπήματα του φορτίου. Το λιμάνι μόλις είχε ενα δυο μικρούς γερανούς για εκφόρτωση που δεν έφταναν για όλη τη δουλειά . Κι έτσι το μεγαλύτερο βάρος έπεφτε στους αχθοφόρους. Δύσκολα χρόνια τότε και μικρά τα μεροκάματα. Τώρα με τα νέα μέτρα φορτώσεως τους πολλούς γερανούς και τα ψηλά ημερομίσθια η θέσις των αχθοφόρων άλλαξε ριζικά.
Παλιά συνήθεια ηταν την Παρασκευή , ημέρα αργίας των Τούρκων καθως και κατα τις άλλες μουσουλμανικές γιορτές να κάθονται οι χανούμισσες σκεπασμένες με τους γραφικούς τους φερετζέδες στις παλιές πολεμίστρες πάνω στο βενετσιάνικο κάστρο και για ώρες ολόκληρες να παρακολουθούν αμίλητες σιωπηλές την κίνηση του λιμανιού στα πόδια του κάστρου . Ο ρόλος τους ηταν τελείως παθητικός. Δεν μπορούσαν να ανακατευτούν με το πλήθος . Μπορούσαν ομως να βλέπουν και να διασκεδάζουν με οτι γινόταν κάτω.
Αργοτερα με την ελευθερία που πήρε η τούρκισσα σύμφωνα με τις αρχές του Κεμάλ Ατατουρκ πέταξε κι η Κύπρια χανούμισσα τον φερετζέ και το γιασμάκι . Το τείχος δεν της αρκούσε πια για να βλέπει την κίνηση . Ανακατεύτηκε η ίδια στην κίνηση . Δεν ειναι πια παρατηρητής . Γι αυτό το γραφικό πολύχρωμο θέαμα στις πολεμίστρες εχάθη. Σήμερα πολύ λίγες ηλικιωμένες γυναίκες και λίγα παιδιά ανεβαίνουν στο τείχος για να ιδούν τον κόσμο που περνά και τα καράβια που φτάνουν απο το πέλαγος .
Α. Μιχαηλίδη
Ενθύμιον Αμμοχώστου

Lire la suite

Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης

Ο Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης ήταν ο διευθυντής και η ψυχή της Δημοτικής Πινακοθήκης Αμμόχωστου που ιδρύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 με απόφαση του τότε (και σημερινού) δημάρχου της πόλης κ. Ανδρέα Πουγιουρου. Στη φωτογραφία (από την έκδοση του Υπουργείου Παιδείας Κύπρου «Της πατρίδας χώματα») ο Γ. Φιλ. Πιερίδης (κέντρο) εξηγεί στους επισκέπτες για τα έργα που φιλοξενούνταν στις αίθουσες της Πινακοθήκης: Τσαρούχη, Μόραλη, Βασιλείου, Χατζηκυριάκου — Γκίκα, Κόντογλου, Μαυροίδη, Διαμαντή, Κάνθο, Χρ. Σάββα, Γ. Πολ. Γεωργίου κ.ά.

Lire la suite

Η Ημέρα του Πορτοκαλιού

hist_016
Μια πρωτότυπος εορτή εν Αμμοχώστω
Την παρελθούσαν Κυριακήν διεξήχθη εν Αμμοχώστω η προαγγελθείσα εορτή του πορτοκαλιού. Ολόκληρος η πόλις συμμετέσχεν είς ταύτην. ʼι οδοί οι εξώσται και τα παράθυρα των σωματείων και των καταστημάτων καθως και πολλαί οικίαι τα αυτοκίνητα κλπ όλα ήταν στολισμένα με κλάδους πορτοκαλιάς .
Την 8.30 πρωινήν ετελέσθη μνημόσυνον υπέρ των αειμνήστων Πέτρου Παπαγεωργίου και Ευάγγελου Λοίζου εκ των οποίων ο μένα πρώτος εισήγαγεν είς την Κύπρον εκ Παλαιστίνης την εκλεκτότερην ποικιλίαν πορτοκαλιάς την Γιαφίτικην , ο δε δεύτερος την μανδαρινιάν . Στέφανον κατέθεσε ο κ. Κ. Πανάρετος.
Την 9ην πρωινήν οι μαθηταί όλων των σχολείων συγκεντρώθηκαν είς το ʼ Παρυεναγωγείον. Εκείθεν κρατούντες μεγάλους κλάδους πορτοκαλιάς και πορτοκάλια παρήλασαν δια των κεντρικών οδών άδοντες κατάλληλα άσματα .
Η παρέλασης κατέληξεν είς την πλατείαν των δικαστηρίων όπου πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί. Εκεί ο διδάσκαλος κ. Πολύβιος Παπαδόπουλος ωμίλησε δι ωλίγον περί του σκοπού της εορτής μεθ/ ό έλαβεν τον λόγονο Οθωμανός διδάσκαλος Ιμπραχήμ Σιτκή ομιλήσας επί του ιδίου θέματος είς τους Οθωμανούς μαθητάς . Μετά ταύτα το πλήθος συγκεντρωθει είς την αίθουσας του κινηματογράφου Χατζηχαμπή όπου η μαντολινάτα του Λυκείου Ελληνίδων εξετέλεσεν διάφορα μουσικά τεμάχια. Ακολούθως ο ιατρός κ. Χρ. Μιχαηλίδης ωμίλησεν εκτενέστατα περί των ευεργετικών δια την υγείαν των ανθρώπων συστατικών του πορτοκαλιού συστήσας την χρήσιν του καρπού είς μεγαλύτερον βαθμόν.
Μετά το πέρα στις ομιλίας δεσποινίδες του Λυκείου Ελληνίδων εχόρευσαν τον χορός των Εσπερίδων .
Είς τας εξόδους του κινηματογράφου υπήρχαν μεγάλες ποσότητες πορτοκαλίων και χυμού πορτοκαλιού.
Κηπουροί και έμποροι προσέφεραν εκ τούτων δωρεάν είς το κοινόν.
Ιδιαίτεραν εντύπωσιν επροξένησεν το περίπτερον του κ. Φράκα. Έναν πελώριον πορτοκάλι είχε τοποθετηθή απέναντι απο το ξενοδοχείον Σαβόια. Τρεις δεσποινίδες με περιβολήν Εσπερίδων προσέφεραν είς το κοινόν πορτοκάλια και πορτοκαλάδαν.
Το απόγευμα είς το σωματείον Ανόρθωσις εδόθη χορός. Εκ της εισόδου και του κυλικείου επραγματοποιήθη το ποσόν 30 περίπου λιρών. Η ημέρα του πορτοκαλιού θα μείνη αλησμόνητος είς όσους την απήλαυσαν.

Lire la suite