Ένας εξόριστος Βενετός στην Αμμόχωστο

18/01/2016
Η Αμμόχωστος, όπως πληροφορούμαστε από τις πηγές, αναφέρεται κατά τη Βενετοκρατία και ως τόπος εξορίας Βενετών πολιτών που είχαν καταδικαστεί. Από ανέκδοτο αρχειακό υλικό μάς γίνεται γνωστό ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα είχαν εξοριστεί κατά καιρούς στην Αμμόχωστο κάποιοι Βενετοί, που είχαν καταδικαστεί κυρίως για σοδομία ή και για δολοφονίες. Αξίζει να υπομνησθεί επίσης ότι εάν κάποιος κάτοικος Αμμοχώστου καταδικαζόταν τότε, δηλαδή κατά τα χρόνια της εδώ βενετικής κυριαρχίας εντός των ορίων της μεγαλονήσου, εξοριζόταν συνήθως στη «μακρινή» Πάφο ή ακόμη στο φρούριο της Κερύνειας και δεν είχε δικαίωμα να μετακινηθεί από εκεί εάν δεν τερματιζόταν η χρονική περίοδος της συγκεκριμένης ποινής.

Μια μακροσκελής επιστολή το 1567 ενός εξόριστου στο φρούριο της Αμμοχώστου μάς αποκαλύπτει την ιστορία του. Στην προκειμένη περίπτωση ο εξόριστος Βενετός με το όνομα Πέτρος Παύλος (Pietro Paulo) δηλώνει ότι είχε εξοριστεί το 1528 στο φρούριο της Αμμοχώστου από τις βενετικές αρχές, χωρίς να έχει διαπράξει κανένα παράπτωμα (senza mia colpa alcuna) και είχε δέκα δουκάτα μηνιαίο επίδομα για ένδυση και διατροφή. Όπως διαφαίνεται μάλλον θα ήταν ανήλικος και ορφανός και τον είχαν εκτοπίσει για σωφρονισμό. Τα χρήματα αυτά παραχωρούνταν στον εν λόγω εξόριστο από κάποιο κηδεμόνα έως την ενηλικίωσή του γιατί, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, ήταν ανήλικος.

Μετά από αίτημα του Πέτρου Παύλου το 1541, τα χρήματα αυτά παραχωρούνταν στον ίδιο. Επειδή μάλιστα είχε ζήσει ουσιαστικά έγκλειστος στο φρούριο της Αμμοχώστου για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια επιθυμούσε διακαώς να εγκατασταθεί έξω στην πόλη. Γι′ αυτόν ακριβώς τον λόγο υπέβαλε εκ νέου αίτημα μέσω του τότε Βενετού καπιτάνου της Αμμοχώστου Νικολάου Ιουστινιάνη και τελικά έλαβε την άδεια να εγκατασταθεί στην πόλη, έξω από το φρούριο. Με την εγκατάστασή του στην πόλη ο Βενετός εξόριστος συνήψε γάμο, προφανώς με κάποια Κύπρια και απέκτησε οικογένεια πολυμελή, ώστε το χορήγημα που του παραχωρούσαν δεν αρκούσε για τη συντήρησή της. Στη συνέχεια το 1553 ζήτησε να του παραχωρηθεί μια αύξηση πέντε δουκάτων στον μισθό του και με ένα άλλο αίτημά του το 1557, όταν καπιτάνος Αμμοχώστου ήταν ο Πέτρος Navagiero, προσπάθησε εκ νέου να ενισχυθεί οικονομικά. Όπως ανέφερε στο αίτημά του είχε να θρέψει εκτός από τη σύζυγο και τον εαυτό του και τέσσερις θυγατέρες, ενώ το ενοίκιο της οικίας που διέμενε με την οικογένειά του ήταν πολύ μεγάλο (grosso fitto di casa). Δυστυχώς όμως, όπως με παράπονο σημείωνε στο αίτημά του, δεν υπήρχε κανείς για να τον βοηθήσει και δεν έλαβε ποτέ απάντηση στο αίτημά του.

Η προίκα της θυγατέρας
Επιπρόσθετα ένα άλλο γεγονός είχε επιβαρύνει περισσότερο την άσχημη οικονομική κατάσταση του άτυχου Βενετού Πέτρου Παύλου. Είχε παντρέψει μία από τις θυγατέρες του με τον Μιχαήλ Μουζάκη, ελαφρό ιππέα (stradioto) και με ένα ποσό προίκας που του είχε υποσχεθεί. Στη συνέχεια όμως βρέθηκε σε δυσχερέστατη θέση επειδή ο γαμπρός του Μιχαήλ Μουζάκης πέθανε λίγο μετά τον γάμο και έτσι αναγκάστηκε να εμπλακεί σε δικαστικές υποθέσεις με τους αδελφούς του γαμπρού του. Ενώ έπρεπε να του επιστραφεί ένα ποσό ανερχόμενο στα τριακόσια δουκάτα που είχε δώσει για προίκα στη θυγατέρα του, δεν έγινε κατορθωτό να τα εισπράξει γιατί ίσχυε μια απόφαση της Γαληνοτάτης με την οποία δεν μπορούσε να εξαναγκαστεί κανένα μέλος του ελαφρού ιππικού να πληρώσει οποιοδήποτε χρέος. Για ένα ολόκληρο χρόνο έως τότε ο Πέτρος Παύλος αγωνίστηκε δικαστικώς για να πάρει πίσω ένα μέρος από την προίκα που έδωσε στη θυγατέρα του. Δυστυχώς ο νόμος δεν ήταν με το μέρος του, εφόσον δεν μπορούσε κανείς να εξαναγκάσει τους ελαφρούς ιππείς (stradioti) να καταβάλουν οποιοδήποτε χρέος.

Η όλη κατάσταση είχε φέρει τον άτυχο Πέτρο Παύλο σε τέτοιο σημείο ώστε να οφείλει ένα μεγάλο ποσό στους δανειστές του, και με τον ελάχιστο μισθό που είχε έπρεπε να θρέψει δώδεκα άτομα γιατί, όπως φαίνεται, εκτός από τις τέσσερις θυγατέρες θα είχε και έξι γιους. Επίσης ήταν αναγκασμένος για την εξασφάλιση στέγης να καταβάλλει μεγάλο ενοίκιο για την κατοικία όπου διέμενε με την οικογένειά του και όλα αυτά τον οδηγούσαν σε απόγνωση και δεν γνώριζε τι πραγματικά έπρεπε να πράξει. Τα γεγονότα αυτά τον είχαν αναγκάσει να στείλει τον γαμπρό του, Βαρθολομαίο, του οποίου το επάγγελμα ήταν γιατρός (medico), με εντολή να εμφανιστεί ενώπιον των βενετικών αρχών και να ζητήσει μια λύση στα όσα βίωνε ο Πέτρος με την πολυμελή οικογένειά του. ίσως με αυτόν τον τρόπο ο για χρόνια Βενετός εξόριστος στην Κύπρο θα πετύχαινε με τη βοήθεια του γαμπρού του οικονομική ενίσχυση ώστε να εξασφαλίσει τα προς το ζην για τον ίδιο και για την οικογένειά του. Το χρέος του ανήλθε στα τετρακόσια και ίσως περισσότερα δουκάτα και οι δανειστές του προσπαθούσαν καθημερινά να του αφαιρέσουν τον μισθό, αν και σύμφωνα με τους κανονισμούς δεν είχαν κανένα δικαίωμα να πράξουν κάτι τέτοιο. Εκλιπαρούσε τις βενετικές αρχές να εγκρίνουν με εντολή τους κάποια χρηματική ενίσχυση (sovventione) και να γνωστοποιήσουν το γεγονός αυτό στους διοικητές της Αμμοχώστου. Εάν δε του παραχωρούσαν την οικονομική αυτή στήριξη, έγραφε απελπισμένος στο αίτημά του ο Πέτρος Παύλος, θα καταντούσε αναγκαστικά επαίτης ζητώντας ελεημοσύνη για τον επιούσιο άρτο της οικογένειάς του. Εξακολουθούσε, όπως σημείωνε, να πιστεύει ότι όπως και στο παρελθόν η Γαληνοτάτη θα ανταποκρινόταν στο αίτημα του πιστού υπηρέτη της, ο οποίος νυχθημερόν θα προσευχόταν για τη διαιώνιση του γοήτρου και την επέκταση και ενδυνάμωση της βενετικής επικράτειας.

Επιστολή του γενικού προνοητή
Ο Πέτρος Παύλος έσπευσε να συναντήσει και τον γενικό προνοητή και σύνδικο Κύπρου Φραγκίσκο Barbaro, όταν αυτός είχε μεταβεί στην Αμμόχωστο για να επιθεωρήσει τα οχυρωματικά έργα που εκτελούνταν στην πόλη καθώς και τα στρατιωτικά σώματα. Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε ότι πρόκειται για τον προνοητή του οποίου το όνομα φέρει ένας προμαχώνας της οχύρωσης της Λευκωσίας. Με δάκρυα στα μάτια, γράφει ο Barbaro σε σχετική επιστολή του, του εξήγησε με λεπτομέρειες τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο δυστυχής Πέτρος. Όχι μόνο είχε τέσσερις θυγατέρες να παντρέψει χωρίς να έχει τη δυνατότητα να τους προσφέρει κάτι, αλλά ταυτόχρονα είχε και αβάστακτα χρέη να καταβάλει. Ο γενικός προνοητής σημείωνε επίσης ότι τα όσα του είχε αναφέρει, όπως είχε διαπιστώσει, ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και όντως ζούσε με την οικογένειά του μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία. Ο Barbaro επίσης έκανε μνεία και στα προηγούμενα χρόνια που λόγω φυσικών φαινομένων η παραγωγή σιτηρών και αγροτικών προϊόντων ήταν μηδαμινή, γεγονός που οδήγησε σε σιτοδεία από την οποία υπέφεραν τα αγροτικά και γενικά τα χαμηλά στρώματα της Κύπρου.

Ο γενικός προνοητής θεώρησε πρέπον μετά τη συνάντηση που είχε με τον Πέτρο Παύλο να αποστείλει μία συνοδευτική επιστολή μαζί με το αίτημα του δύστυχου Βενετού στις βενετικές αρχές και με συστάσεις δικές του φρόντισε όπως εισακουσθεί. Ο προνοητής Φραγκίσκος Barbaro συνέταξε την επιστολή αυτή στη Λευκωσία και φέρει ημερομηνία 10 Αυγούστου 1567. Πιστοποιούσε ως αξιωματούχος του κράτους τη δεινή οικονομική κατάσταση του εξόριστου Βενετού και κυρίως έδειχνε ενδιαφέρον για τις τέσσερις θυγατέρες του. Εάν ενισχυόταν οικονομικά ο Πέτρος Παύλος θα μπορούσε να στηρίξει, κατά τα γραφόμενά του, την οικογένειά του και ιδιαίτερα τις τέσσερις θυγατέρες του, ώστε να μην καταστραφούν (non vadino a male). Η οικονομική ενίσχυση του δύστυχου αυτού Βενετού, κατά τον Barbaro, δεν θα ήταν μόνο μια πράξη ευσπλαχνίας προς τον Παντοδύναμο αλλά και έπαινος στη Γαληνοτάτη για την ενδυνάμωση της οποίας θα προσευχόταν ο Πέτρος Παύλος στον Ύψιστο.

Ο Βενετός εξόριστος, βέβαια, είχε τη δυνατότητα να απευθυνθεί στους διοικητές της Κύπρου ή στις βενετικές αρχές στη μητρόπολη, γιατί γνώριζε γράμματα ή δυο ανθρώπους της εξουσίας κι ακόμη ζούσε σε μια πόλη. Αλήθεια, όμως, πόσο εύκολο ήταν τότε για έναν αγρότη, έναν πάροικο, έναν φραγκομάτο, έναν μίσθαργο της Κύπρου, που ζούσε ελεεινά σ’ ένα χωριό ή σ’ ένα απομακρυσμένο χωριουδάκι, να πετύχει ενίσχυση γιατί πέθαινε της πείνας αυτός και τα παιδιά του;

Νάσα Παταπίου

Leave a Reply