ΤΟ 1372, ο νεαρός Πέτρος Β΄, όπως και ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν, μετά τη στέψη του ως βασιλιά της Κύπρου στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία, ήρθε στον καθεδρικό του Αγίου Νικολάου της Αμμοχώστου για τη δεύτερη στέψη του ως βασιλιά της Ιερουσαλήμ (από το 1269 το στέμμα του βασιλείου της Ιερουσαλήμ περιήλθε στον οίκο των Λουζινιανών της Κύπρου, βέβαια κατ’ όνομα μόνο). Κατά την έξοδο από τον καθεδρικό οι αντιπρόσωποι της ενετικής και γενουατικής κοινότητας οδηγούσαν τον βασιλιά έφιππο στο παλάτι, κρατώντας τα χαλινάρια του αλόγου του. Αυτή τη φορά όμως και οι δύο ήθελαν το δεξί χαλινάρι. Έγινε η πρώτη σύγκρουση και το βράδυ ξέσπασαν βιαιοπραγίες, καθώς οι ντόπιοι που συμπαθούσαν τους Ενετούς, σκότωσαν Γενουάτες και λεηλάτησαν τις περιουσίες τους. Η Γένουα έστειλε τότε το στόλο της και αιχμαλώτισε στο κάστρο της Αμμοχώστου το νεαρό βασιλιά και τη μητέρα του, Ελεονόρα της Ακολούθησε η κατάληψη της πρωτεύουσας Λευκωσίας και τον επόμενο χρόνο, το 1374, υπογράφτηκε μια ατιμωτική ειρήνη, που υποχρέωνε τους Λουζινιανούς να καταβάλουν βαριές αποζημιώσεις. Επιπλέον, οι Γενουάτες κράτησαν την Αμμόχωστο υπό ομηρία. Η πόλη παρέμεινε υπό γενουατική κατοχή για τα επόμενα 90 χρόνια (1374 – 1464). Από αυτή τη στιγμή η ιστορία του μεσαιωνικού βασιλείου της Κύπρου είναι μια αλληλουχία από κακουχίες και ήττες, που, μετά το θάνατο του Ιωάννη Β΄ το 1456, κατέληξε σε εμφύλιο σπαραγμό.
ΚΑΡΛΟΤΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΙΑΚΩΒΟΥ
Ο βασιλιάς Ιωάννης Β΄ απέκτησε από την Ελληνίδα σύζυγο του, Ελένη Παλαιολογίνα, μια κόρη, την Καρλότα, και από την ερωμένη του, Μαριέττα της Πάτρας (la camarde ή Κοψομούττενα), ένα γιο, τον θρυλικό και αμείλικτο Ιάκωβο τον Μπάσταρδο. Η νόμιμη διάδοχος και ο ετεροθαλής αδελφός συγκρούστηκαν σε έναν ανηλεή πόλεμο μέχρις εσχάτων για τη διαδοχή. Κέρδισε ο Μπάσταρδος, ο οποίος βασίλεψε ως Ιάκωβος Β΄. Σε αυτόν οφείλεται η ανακατάληψη της Αμμοχώστου, έπειτα από τέσσερα χρόνια αποκλεισμού (1460 – 64) των Γενουατών. Ξέρουμε το κάθε τι γι′ αυτόν τον μακιαβελικό ηγεμόνα, από τον Γαλλοκύπριο χρονογράφο Γεώργιο Βουστρώνιο, ο οποίος, αν και ήταν πιστότατος φίλος και ακόλουθος του «Ζάκο», περιέγραψε αμερόληπτα τη σκληρότητα, τις βιαιοπραγίες αλλά και τα κατορθώματα της χαρισματικής προσωπικότητας του τελευταίου βασιλιά της Κύπρου.
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΟΡΝΑΡΟ
Η Αμμόχωστος είδε το 1472 να τελούνται στον καθεδρικό του Αγίου Νικολάου οι γάμοι του Ιάκωβου με τη δεκαοκτάχρονη – Αικατερίνη – Κορνάρο, την υιοθετημένη κόρη της Γαληνότατης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Είδε όμως πριν περάσει ένας χρόνος και το θάνατο του. Πέθανε στο παλάτι της Αμμοχώστου στα 33 του χρόνια, πριν γεννηθεί ο γιος του, που κι αυτός πέθανε λίγο μετά τη βάφτιση του. Στη σαρκοφάγο του, που τοποθετήθηκε μέσα στον Αγιο Νικόλαο, υπήρχε η ακόλουθη επιγραφή (ελεύθερη μετάφραση): «Δόξα στον Ιάκωβο το Λουζινιανό, το βασιλιά των Ιεροσολύμων, της Κύπρου και της Αρμενίας, για τα ευγενικά του κατορθώματα και το θρίαμβο του κατά των εχθρών. Διεκδικώντας τις τιμές που του αρνήθηκαν, αυτός ο νέος καίσαρας εισέβαλε και κατέλαβε το βασίλειο της Κύπρου, υπέταξε τον Αμεγούσθο, συμπαρατάχθηκε με την ενετική δύναμη και ενώθηκε σε γάμο με την κόρη της Βενετίας, Κατερίνα, όμοια θεάς σε ομορφιά. Σεβαστός, σοφός, μεγαλόκαρδος πρίγκιπας, που ξεπερνούσε τους πάντες στα όπλα και στον πόλεμο. Άγριος θάνατος τον κτύπησε στις 6 Ιουλίου 1473, στο 13ο έτος της βασιλείας του, στα 33 χρόνια της ζωής του, και σκότωσε στο λίκνο του το γιο του που γεννήθηκε μετά θάνατον. Η Κατερίνα η Ενετή, η βασίλισσα σύζυγος του, ανήγειρε αυτό το μνημείο. Ο δούλος του θεού Φραγκίσκος, Επίσκοπος Αμμοχώστου, συνέταξε αυτό τον επιτάφιο». Έτσι, το 1474, στα 19 της χρόνια, η Κατερίνα Κορνάρο γίνεται η βασίλισσα της Κύπρου. Ζώντας ως επί το πλείστον στο βασιλικό παλάτι της Αμμοχώστου αντιμετώπισε – με τη βοήθεια του ενετικού στόλου – στάσεις, προδοσίες, αιχμαλωσίες. Πάντως βασίλεψε για 15 χρόνια πριν αναγκαστεί να παραδώσει το βασίλειο της για να διακυβερνηθεί από τη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. Η τελετή της μεταβίβασης της εξουσίας έγινε στις 26 Φεβρουαρίου 1489 μέσα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου.
ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ (1489-1571)
Όταν οι Ενετοί ανέλαβαν τη διοίκηση της Κύπρου στο τέλος του 15ου αι. ήξεραν ότι επρόκειτο να την κρατήσουν με τα δόντια από τους Τούρκους. Η Βενετία, εξαιτίας των υπερπόντιων κτήσεων της στη Μεσόγειο και ειδικά στο Αιγαίο, ήταν η κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκή δύναμη που ανέλαβε, μετά την άλωση της Πόλης, να αναχαιτίσει την τουρκική επέλαση στη Μεσόγειο. Στα ογδόντα μόλις χρόνια που κατάφερε να κρατήσει την Κύπρο, το νησί έγινε για άλλη μια φορά το ανατολικότερο προπύργιο της αντίστασης του Χριστιανισμού.
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Τα τείχη της Αμμοχώστου, όπως τα βλέπουμε σήμερα, είναι δείγμα αναγεννησιακής αμυντικής αρχιτεκτονικής του 16ου αι. Είναι από πέτρα μόνο και έχουν πάχος από 4 – 6 μέτρα. Οι τάφροι ολόγυρα είναι αποτέλεσμα προσεκτικής λατόμευσης. Σε γραπτή αναφορά του μηχανικού Αλκάνιο Σούρνουνε προς τη σινιορία της Βενετίας το 1562, τονίζεται η κακή κατάσταση των στρογγυλών πύργων, οι οποίοι ήταν παλαιού φράγκικου τύπου και αδυνατούσαν να αντέξουν σε μια πολιορκία με κανόνια. Έτσι, οι Ενετοί μηχανικοί έκαναν σημαντικές μετατροπές, ιδιαίτερα στους προμαχώνες, για να αντέξουν στις νέες μεθόδους πολιορκίας με κανονιοβολισμό. Η αναπαλαίωση των προμαχώνων είναι σε μεγάλο βαθμό έργο του νεαρού μηχανικού Giovanni Girolamo Sanmicheli, ο οποίος αρρώστησε και πέθανε στην ανθυγιεινή πόλη της Αμμοχώστου κατά τη διάρκεια της αποστολής του. Το κάστρο του λιμανιού, που είναι και το αρχαιότερο σημείο της μεσαιωνικής πόλης, είχε τη δική ξεχωριστή τάφρο, ώστε να μπορεί να απομονώνει την πόλη από το λιμάνι. Σε αυτό τον πύργο τοποθέτησε ο Σαίξπηρ την τραγωδία του Οθέλλου του Μόρο, του μελαμψού Ενετού διοικητή της Αμμοχώστου. Νότια της Πύλης της Θάλασσας (χρονολογείται από το 1496), και ξεχωριστά από το εμπορικό λιμάνι, ήταν ο ναύσταθμος και το ναυπηγείο. Μπροστά από τον πύργο της Πύλης της Ξηράς χτίστηκε – για να προστατεύσει την κύρια είσοδο της πόλης – ο μνημειώδης προμαχώνας του Τοξότη (36 πόδια ύψος), ο οποίος δέχτηκε όλο το βάρος της τουρκικής πολιορκίας του 1570 – 71. Απέναντι από τον Τοξότη (Ραμπελέν) και σε όλο το μήκος της νότιας πλευράς των τειχών, μέχρι τον προμαχώνα του Ναυστάθμου (Αρσενάλε), στήθηκαν τα τουρκικά κανόνια. Η νότια ήταν πάντοτε η αδύνατη πλευρά των τειχών, σε αντίθεση με τη βόρεια, όπου ο τεράστιος προμαχώνας Μαρτινίκα έγινε τόσο ισχυρός, ώστε οι Τούρκοι σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας δεν διανοήθηκαν να του επιτεθούν.
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ (1570-71)
Από την έναρξη της τουρκο-ενετικής σύρραξης στην Κύπρο το 1570, άρχισαν να τυπώνονται στην Ευρώπη – και ιδιαίτερα στη Βενετία – χάρτες της Κύπρου και πλάνα των υπό πολιορκία πόλεων, της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου. Παράλληλα, κυκλοφορούσαν ειδικά πολεμικά δελτία, ως εφημερίδες, που ανατυπώνονταν σε διάφορες γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ισπανικά, Λατινικά) και έδιναν αναφορά για την εξέλιξη της πολιορκίας της Αμμοχώστου, που είχε αρχίσει στις 17 Σεπτεμβρίου 1570, δηλαδή ούτε δέκα μέρες μετά την κατάληψη της Λευκωσίας, αλλά κράτησε έως τον Αύγουστο του επόμενου έτους. Ήταν τυχερή η Αμμόχωστος. Δεν μπορούσαν να την είχαν υπερασπιστεί αξιότεροι άνδρες ούτε αν ήταν γέννημα και θρέμμα της. Στρατιωτικός διοικητής της Αμμοχώστου ήταν ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος.
Τα τείχη της Αμμοχώστου που ξέρουμε σήμερα είναι αναγεννησιακή αμυντική αρχιτεκτονική του 16ου αι. Οι Ενετοί μηχανικοί πρόσεξαν ιδιαίτερα τα τείχη της πόλης και έκαναν σημαντικές μετατροπές ώστε ν’ αντέχουν στις πολιορκίες. «Famagusta»: άποψη της πόλης με ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη του οχυρωματικού συστήματος επί Ενετών, από το βιβλίο του Oliver Dapper, «Description exacte des isles de Γ Archipel», Amsterdam 1703. Συλλογές Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Κύπρου, Β. 5.
Από την πρωτογενή αναφορά του Νέστορα Μαρτινίκα, Ενετού ευγενή ο οποίος έζησε όλη την πολιορκία, πολέμησε, συνελήφθη αιχμάλωτος των Τούρκων, δραπέτευσε και επέστρεψε στη Βενετία το 1572, γνωρίζουμε με κάθε λεπτομέρεια πως ύστερα από έξι επιθέσεις των Τούρκων, που αποκρούστηκαν, δεν είχε μείνει στην πόλη ούτε νερό ούτε πολεμοφόδια για τους επιζώντες υπερασπιστές, οι οποίοι ζήτησαν από τον Βραγαδίνο να διαπραγματευθεί μια έντιμη συμφωνία παράδοσης της πόλης στον Μουσταφά Πασά. Στους ίδιους και στις οικογένειες τους θα επιτρεπόταν να μεταφερθούν με πλοία στην Κρήτη, ενώ οι ορθόδοξοι Έλληνες κάτοικοι θα έμεναν στην πόλη για να συνεχίσουν «ανενόχλητα» τη ζωή τους κάτω από οθωμανική διοίκηση.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΒΡΑΓΑΔΙΝΟΥ
Φυσικά ο Μουσταφάς υπέγραψε τη συνθήκη αυτή χωρίς δισταγμό και ακολούθησε η σφαγή και η αιχμαλωσία εκείνων που θεωρήθηκαν κατάλληλοι να υπηρετήσουν ως σκλάβοι.
«Οι Τούρκοι άπλωσαν όλο τους το στράτευμα κατά μήκος της παραλίας στην άλλη πλευρά, που εκτείνεται σε τρία μίλια από την πόλη προς τη θάλασσα…», γράφει το 1570 ο Βενετσιάνος Paolo Paruta για την πολιορκία της Αμμοχώστου από τους Τούρκους. Από το «Viaggio» των rosaker & Franco (Βενετία 1610), πλάνο της πόλης υπό πολιορκία το 1570 – 71, με τα τουρκικά στρατεύματα στρατοπεδευμένα έξω από τα τείχη. Συλλογές Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Κύπρου, C. 57.
Για τον Βραγαδίνο όμως, ο Μουσταφάς διάλεξε ένα ατελείωτο μαρτύριο, που ολοκληρώθηκε με το γδάρσιμό του. Στην ιστορική μνήμη του κυπριακού Ελληνισμού, ο υπερασπιστής της Αμμοχώστου, ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος, είναι ένας γνήσιος απόγονος του Τεύκρου, του Ενεσούλα, του Ευαγόρα Α΄.
Η ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1571-1879)
Από το 1571 που άρχισε η τουρκική κατοχή, κανένας Χριστιανός δεν επιτρεπόταν να ζήσει εντός των τειχών. Και στην αρχή κανένα χριστιανικό καράβι μπορούσε να προσεγγίσει το λιμάνι της. Έτσι, τον 17ο αι. ήταν πια μια έρημη πόλη που είχε γίνει λατομείο. Όταν το 18ο αι. οι Τούρκοι άρχισαν να επιτρέπουν την είσοδο στη μαρμαρωμένη πόλη, ο Giovanni Mariti, που την επισκέφτηκε γύρω στο 1760, μας περιγράφει στο βιβλίο του «Viaggi per l’ Isola di Cipro» (1769), ότι στο λιμάνι μόνο άδεια καράβια μπορούσαν να μπουν γιατί δεν είχε πια βάθος από την ακαθαρσία και την ιλύ που είχε εναποθέσει ο ποταμός. Είδε τα ερείπια του ναυπηγείου όπου κτίζονταν οι ενετικές γαλέρες και, κοντά στο βόρειο τείχος, το χυτήριο των κανονιών, ανέπαφο, με όλα τα σύνεργα αφημένα.
«Μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου, οι πολίτες της έμειναν προς το παρόν στα σπίτια τους, αλλά πολλοί διώχθηκαν από τους Τούρκους που ήρθαν να πεζέψουν εκεί και κατόπι τα έκαμαν κατοχή», γράφει για την Αμμόχωστο ο Άγγελος Καλέπιο, αυτόπτης μάρτυρας της πολιορκίας της Λευκωσίας, που άκουσε για την Αμμόχωστο από συναιχμαλώτους του στην Κωνσταντινούπολη. Η κατάκτηση της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου από τους Τούρκους στα 1570 – 71, μινιατούρα του Charles Magius, Παρίσι 1761 (Andreas and Judith Stylianou, «The History of the Cartography of Cyprus» Nicosia 1980. Publications of the Cyprus Reserach Centre, VIII σ. 246).
«Ποιος θα το πίστευε», γράφει, «τέτοια εγκατάλειψη, που μόνο 200 ψυχές ζουν μέσα στην πόλη. Τα αρχαία σπίτια συνεχώς πωλούνται και οι αγοραστές τα κατεδαφίζουν για να πάρουν την ξυλεία τους, αλλά απαγορεύεται αυστηρά να πάρουν τις πέτρες, γι′ αυτό και βλέπεις παντού βουνά από πέτρες». Αλλά ο Mariti κλείνει με το εξής σχόλιο: «Έξω από τα τείχη, νοτίως της Αμμοχώστου κατά μήκος της ακτής, υπάρχουν κήποι γεμάτοι λεμονόδεντρα και άλλα εσπεριδοειδή. Και κοντά στους κήπους είναι το χωριό Βαρόσια στο οποίο υπάρχουν ελληνικές, ορθόδοξες εκκλησίες». Διωγμένοι από την απαγορευμένη πόλη, οι Έλληνες άρχισαν έξω από τα τείχη, όλο νοτιότερα, μια νέα ζωή». Από την τέφρα της μεσαιωνικής Αμμοχώστου γεννήθηκε η εκτός των τειχών Αμμόχωστος, το Βαρώσι των λεμονοκήπων, που ήταν και αυτού γραφτό του να ξαναγίνει από τον Αύγουστο του 1974 μια μαρμαρωμένη πόλη.
Σημείωση
Τα κείμενα της κ. Μαρίας Ιακώβου αποτελούν συνοπτικό απόσπασμα από εργασία της ίδιας με τίτλο «Έγκωμη – Σαλαμίνα – Αμμόχωστος: 16ος αιώνας π.Χ. – 16ος αιώνας μ.Χ.», η οποία εκδόθηκε και κυκλοφόρησε σε αυτοτελές τεύχος από την Πολιτιστική Εταιρεία «Πανόραμα» στην Αθήνα το 1993.
Μαρία Ιακώβου