[Αμμόχωστος]
Τα αποσπάσματα προέρχονται από τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις της συγγραφέως από την Κύπρο, οι οποίες περιλαμβάνονται μαζί με διηγήματα στο τελευταίο βιβλίο Κύπρος (1956), που εκδόθηκε πριν το θάνατό της.
[…] Η τύχη τα έφερε ν’ αποβιβαστούμε στην Αμμόχωστο, το πιο μακρινό από την Πάφο λιμάνι. Παρόλο τ’ όνομά της, ούτε χωμένη μου φάνηκε, ούτε άμμο είδα πουθενά. Ένας ζωηρά ρεαλιστικός πίνακας μ’ αρπάγες*, αποθήκες, φορτηγά αυτοκίνητα, πλεούμενα όλων των ειδών, παράξενα πλαισιωμένα από παλιά κάστρα κι ερειπωμένες εκκλησιές. Κάτω, το μαύρο τού σιδέρου, τ’ άσπρο του ασβέστη, το φωτεινό μίνιο*. Πάνω, το γκρίζο το μουντό της πέτρας που φθείρεται σιγά-σιγά μες στους καιρούς.
Λιμάνι της σκληρής δουλειάς με φτωχούς ανθρώπους, σαν όλους τους ανθρώπους της ανελέητης ανάγκης, κι όμως αμέσως κάνει εντύπωση η αξιοπρέπεια κι η σεμνότητά τους. Μπορεί να φορούν μπαλωμένα πουκάμισα, αλλά πάντα καθαρά και συγυρισμένα.
Σα να κατάλαβε τη σκέψη μου μια μαντηλοσκουφωμένη γριά, που με παρακολουθεί, μου ξηγά:
– Η φτώχια, κόρη μου, (δ)εν κι είν’ αντροπή, γιατί (δ)εν κι έρχεται από το χέρι μας. Η λέρα όμως είναι από μας.
Ναι. Φτωχοί άνθρωποι αλλά πολιτισμένοι. Αν προσθέσω ότι όλοι είναι περιποιητικοί, ετοιμόλογοι κι ευφυολόγοι, έδωσαν πιστά την πρώτη εικόνα των ανθρώπων της Κύπρου.
Ξημέρωσε διάφανη η μέρα πάνω στα κάστρα και τις 365 εκκλησιές. Τότε είδα ότι η Αμμόχωστος είναι πραγματικά χωμένη στον άμμο.
Μια πόλη θαμμένη, μια πολιτεία χαμένη, φρουρημένη πιστά από τα ωραιότερα μεσαιωνικά τείχη του κόσμου, που μέσα στη ρέμβη κρατούν ακόμα ανάερα τα φαντάσματα μιας χαμένης ζωής… Παλάτια!… Κάστρα!… Εκκλησιές!… Προχώματα*, τάφροι, γέφυρες, που σηκώνονται το βράδι. Στο λιμάνι, δάσος τα κατάρτια των καλοτάξιδων καραβιών, κουβαλούν θησαυρούς από χώρες μακρινές.
Πλούτος αμύθητος. Λένε, ότι στους παλιούς καιρούς ζούσε στην Αμμόχωστο ένας Κόπτης* της Γιάφας*, που είχε 500 υποτακτικούς κι ένα δούλο για κάθε δύο σκύλους. Ο στολισμός μιας νύφης της Αμμοχώστου, λένε, άξιζε πιο πολύ απ’ όλα τα κοσμήματα της βασίλισσας της Γαλλίας. Λένε, πως ένας έμπορας –ο Λαχανάς– είχε καλέσει τον βασιλέα, τους βαρόνους και δώδεκα ιππότες κι αντί για γλυκίσματα, όπως ήταν συνήθεια, διάταξε να φέρουν ένα μεγάλο δίσκο που τέσσερις δούλοι μόλις μπορούσαν να σηκώσουν, γεμάτο διαμαντικά και μαργαριτάρια και χρυσά νομίσματα χύμα, σα να ’ταν σιτάρι και παρακάλεσε τους καλεσμένους του να πάρουν όσα θέλουν. Οι ιππότες που συνήθως είναι φτωχοί –όπως λέει ο χρονογράφος– έπαιρναν όσα βαστούσε η καρδιά τους κι η φούχτα τους*.
Τέτοια ήταν η Αμμόχωστος μια φορά. Λιμάνι του κόσμου και καμάρι της Ανατολής. Εκεί ζήσαν πάθη κι έρωτες φοβεροί. Μίση γιγάντια κι εγκλήματα κι ηρωισμοί. Η ιστορία της είναι βουτημένη στο χρυσάφι και το αίμα, στην πορφύρα της δόξας και την πίσσα της αμαρτίας.
Σήμερα η Αμμόχωστος είναι ένα βουβό χορταριασμένο κοιμητήρι όπου μόνο οι πέτρες μιλούν. Μέσα στ’ απόρθητα τείχη, ζει ένας πληθυσμός φτωχός, που δεν έχει τίποτε να χάσει, τίποτε να χαρεί. Στα συντρίμμια των εκκλησιών, στα ρημάδια των παλατιών ζουν οι κουκουβάγιες κι οι νυχτερίδες. Φαντάσματα και θρύλοι τη στοιχειώνουν κι η γη της κρύβει ακόμα πολλά μυστικά.
Κάθε Σάββατο βράδι, εκεί όπου άλλοτε υπήρξαν εκκλησιές, ανάβει ένα κεράκι, βαλμένο από άγνωστο, ευλαβικό χέρι.
Μαρία Ρουσσιά
Weiterlesen