Αγαπητοί φίλοι
Ξεκίνησε μια ΑΥΘΟΡΜΗΤΗ προσπάθεια συλλογής υπογραφών για επιστροφή της Αμμοχώστου στούς νόμιμους κατοίκους της.Χωρίς πλάτες και χωρίς συμφέροντα.Μόνο Αγάπη για την Αμμόχωστο.
Μείναμε ΜΟΝΟΙ μας και μόνοι μας πρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε για να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο.
Σας παρακαλώ ΟΛΟΥΣ να αναλώσετε 2 λεπτά από τον χρόνο σας για να υπογράψετε ηλεκτρονικά την αίτηση ακολουθώντας τον σύνδεσμο πιό κάτω,
Και παρακαλώ ΟΛΟΥΣ να κοινοποιήσετε την αίτηση αυτή για να αποσπάσουμε όσες περισσότερες υπογραφές μπορούμε… Ας αποδείξουμε πρώτα στον εαυτό μας ότι πρώτα ΕΜΕΙΣ ζητούμε την επιστροφή.
Καλή Δύναμη σε ΟΛΟΥΣ μας !!!!
Author: Χρίστος Βορκάς
Ο Μυριάνθης των ανέμων…
Η ιστορία ενός ανθρώπου που, σε πείσμα των καιρών και κόντρα στις βουλές των πολιτικών, επέστρεψε για να ζήσει όσα χρόνια του απόμειναν στο κατεχόμενο από τους Τούρκους χωριό του, στη βόρεια Κύπρο. Κοιμάται έξω. Δεν έχει τίποτα. Εχει τα πάντα.
ΗΤΑΝ από τους πρώτους Ελληνοκύπριους που πήγαν στα κατεχόμενα εδάφη όταν, το Πάσχα του 2004, ο τότε ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, Ραούφ Ντενκτάς, επέτρεψε την ελεύθερη πρόσβαση στο Βορρά. Ο Μυριάνθης Χατζηκυριάκου, 72 ετών σήμερα, είχε καημό να επιστρέψει στον Δαυλό, ένα υπέροχο ψαροχώρι, όπου γεννήθηκε και έζησε τα ωραιότερα, λέει, χρόνια της ζωής του. Τον πρώτο καιρό κοιμόταν έξω, στο λιμανάκι, κάτω από μία ακακία, «να βλέπω τ’ αστέρια πριν με πάρει ο ύπνος», έλεγε.
Τις κρύες νύχτες του χειμώνα όταν φυσούσε άγρια, οι τούρκοι έποικοι που κατοίκησαν το χωριό του, του ‘παν να μένει σε μία ξύλινη καλύβα, να προστατεύεται. «Μη νοιάζεστε», τους απάντησε. «Είμαι του ανέμου εγώ».
Η ζωή του σκορπίστηκε το καλοκαίρι του 1974 όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στη Κύπρο. Εφυγε πρόσφυγας στη Λεμεσό, με τη γυναίκα του και τα 4 παιδιά τους, 3 κορίτσια, ένα αγόρι. Εκτοτε ζούσε κάθε μέρα με τη λαχτάρα της επιστροφής.
Πίστεψε πολύ στο σχέδιο Ανάν. Ψήφισε «ναι» με όλη του την ψυχή. Το τελικό αποτέλεσμα, θριαμβευτικό για εκείνους που το απέρριψαν, τον γέμισε πίκρα και απογοήτευση.
«Δεν θα μας δοθεί ξανά άλλη τέτοια ευκαιρία. Αποδείξαμε, δυστυχώς, ότι βολευτήκαμε στην ευμάρειά μας και κατά βάθος δεν θέλαμε λύση. Το επόμενο σχέδιο θα είναι χειρότερο από το προηγούμενο, έτσι συμβαίνει χρόνια τώρα στο Κυπριακό. Αν είχαμε ψηφίσει “ναι”, σήμερα δεν θα υπήρχαν παρά ελάχιστα τουρκικά στρατεύματα στο νησί, πολλοί έποικοι θα είχαν φύγει και άλλοι δεν θα έρχονταν, η Αμμόχωστος θα ήταν δική μας, και χιλιάδες πρόσφυγες θα είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους στη Μόρφου, και σε άλλα μέρη του Βορρά. Οι Τουρκοκύπριοι μου έλεγαν ότι είχανε από καιρό ειδοποιηθεί από τις αρχές να ετοιμάσουν τα πράγματά τους να φύγουν. Τώρα, δεν βλέπουν γιατί να πάμε για λύση, αφού την απορρίψαμε εμείς», λέει ο κ. Μυριάνθης, ο οποίος, από εκείνη τη στιγμή, του «όχι» στο σχέδιο Ανάν, αποφάσισε μεσα του ότι θα “λύσει” μόνος μου το Κυπριακό. Για τον εαυτό του.
Αυτό αισθάνεται ότι έχει κάνει σήμερα. Ζει μόνιμα στον Δαυλό, σ’ ένα μικρό σπιτάκι που οι φίλοι του εκεί τον βοήθησαν στην αρχή να νοικιάσει. Στη Λεμεσό, που τον φιλοξένησε από την εισβολή του ’74 και μετά, πηγαινοέρχεται περισσότερο ως επισκέπτης -να δει τις κόρες του (δυστυχώς, ο μοναχογιός του, Σωτήρης, χάθηκε στα 24 του, σ’ ένα φρικτό ναυτικό δυστύχημα στην Αίγυπτο), και να βγάλει τα λίγα που χρειάζεται να ζήσει, πουλώντας φρέσκα ψάρια από το χωριό του, στα βόρεια.
Το ψάρεμα ήταν ανέκαθεν η μεγάλη του αγάπη. Οποτε ξέφευγε από την κανονική του δουλειά (πότε ελαιοχρωματιστής, πότε σε καφετέρια στην Αμμόχωστο, πότε στο ξενοδοχείο «Λούης» στον Δαυλό, πότε λιμενεργάτης), παραδινόταν στη θάλασσα. Είχε δική του βάρκα που την ονόμασε «Δαυλός», και πάντα έβγαζε την πλουσιότερη ψαριά. Οι παλιοί του φίλοι, συγχωριανοί, τον φώναζαν «Θαλασσόλυκο». Οι σημερινοί τον λένε «Καπτάν», δηλαδή «Καπετάνιο». Τον αγαπούν και τον συμβουλεύονται.
Πριν από τον πόλεμο το χωριό είχε 250-300 κατοίκους. Ολοι Ελληνοκύπριοι. Τώρα το κατοικούν 450-500 νοματέοι, όλοι τους με καταγωγή από ένα ελληνικό χωριό της Τραπεζούντας που το λένε «Αληθινός».
«Οταν ήρθαν εδώ μετά την εισβολή, ως έποικοι, τα παιδιά τους ήταν 4-5 χρόνων, ή και παραπάνω, και μιλούσαν μόνο ελληνικά, καθόλου τούρκικα».
Ο καλύτερός του φίλος είναι ο Μουσταφά. «Τυχαία γνωριστήκαμε, τις πρώτες μέρες που ήρθα εδώ και κοιμόμουν έξω, κάτω από το δέντρο. Ηταν πολύ πρωί και ήμουν στο λιμανάκι όπου ζυγίζανε τα ψάρια. Είχε μαζευτεί κόσμος, και αγόραζε. Πόσο μου αρέσει αυτή η φασαρία, δεν φαντάζεσαι. Εκανε ζέστη, και φορούσα μπλουζάκι ανοικτό μπροστά. Φαινόταν ο σταυρός μου. Ερχεται τότε ένας Τούρκος, που φαίνεται ότι με παρατηρούσε κάποια ώρα, και με ρωτάει “Ελληνας είσαι;”. Ναι, του αποκρίνομαι, και μου δίνει μια τσάντα γεμάτη από ψάρια. “Πόσα θέλεις;”, του λέω. “Αστειεύεσαι -απαντά- ήρθες στο χωριό μας, στο χωριό σου, μετά από τριάντα χρόνια και να σου πάρω λεφτά;” Από τότε γίναμε πολύ φίλοι».
Πριν μερικά χρόνια, όταν έπαιξε η Ανόρθωση στην Τραπεζούντα για το Τσάμπιονς Λιγκ, ο Μουσταφά ήταν ανάμεσα στους 150 ελληνοκύπριους οπαδούς της ομάδας, ζητωκραυγάζοντας υπέρ της στην κερκίδα. «Να», μου κάνει ο κ. Μυριάνθης. «Αυτό σημαίνει λύση του Κυπριακού»!
Καθόμαστε στη βεράντα του μικρού διαμερίσματος που νοίκιασε στον Δαυλό. Το πατρικό του σπίτι το είχε πουλήσει 1 χρόνο πριν την εισβολή, γιατί είχε ανάγκη τα λεφτά. Ο Μουσταφά και οι άλλοι τούρκοι κάτοικοι προσφέρθηκαν να του το δώσουν πίσω, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Του φτάνει, λέει, ένα χωραφάκι που έχει επάνω στη βουνοπλαγιά, κι απ’ όπου βλέπει όλο το χωριό, και τη θάλασσα πέρα.
«Εχω πει στα παιδιά μου πως, άμα πεθάνω στη Λεμεσό, εδώ να με φέρουν να με θάψουν, σ’ αυτό το χωράφι».
«Σε φοβίζει ο θάνατος κύριε Μυριάνθη;», τον ρωτώ.
«Τώρα πια όχι. Από τότε που πέθαναν ο γιος μου και η γυναίκα μου, είμαι έτοιμος να φύγω και εγώ», απαντά.
«Πιστεύεις στη μετά θάνατον ζωή;», συνεχίζω.
«Θα ήθελα να πιστέψω, αλλά όχι. Εχω ένα μικρό εικονοστάσι στο σπίτι, και κάθε πρωί που ξυπνάω ανάβω το καντήλι και κάνω το σταυρό μου. Στην εκκλησία δεν πάω».
Οση ώρα μιλάμε, στοργικά κάθεται δίπλα του, συμμετέχει στην κουβέντα, και μας φέρνει κεράσματα, η νέα του σύντροφος, Τζαγιάντα Σρίματι, 51 ετών, από τη Σρι Λάνκα. Μια γυναίκα-μάλαμα, πολύ πονεμένη κι αυτή από τη ζωή, που αγάπησε, λέει, τον κ. Μυριάνθη, «επειδή έχει όμορφη καρδιά».
Κάνουμε μια τελευταία βόλτα στο βουνό. Απ’ όπου κι αν περνάμε, του φωνάζουν «γεια σου Καπτάν». Ο Τουργκούτ, έποικος από την Μπούρσα, του ζητάει συμβουλές για το παραγάδι. Στο καφενείο μάς προσκαλούν για μια ζιβανία -η κυπριακή ρακή. Αρνείται ευγενικά, «γιατί θα πιω ούζο από την Ελλάδα με τον φίλο μου, τον δημοσιογράφο, που ήρθε από εκεί για να με βρει».
Στην υγειά σου, κύριε Μυριάνθη.
*******
Το κομμάτι δημοσιεύτηκε στη σελίδα “Ανθρωπων Εργα & Ημέρες” στη χθεσινή, 05.12.2010, “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία”.
Τον κ. Μυριάνθη συνάντησα στο χωριό Δαυλός, στη κατεχόμενη Κύπρο, την Πέμπτη 25 Νοεμβρίου. Ο Δαυλός είναι στην βόρεια ακτογραμμή της Κύπρο, που ξεκινάει από δυσμάς από το Ακρωτήρι Κορμακίτη και καταλήγει, ανατολικά, στο Ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα. Ο Δαυλός, που έχει μετονομαστεί από τους Τούρκους σε Κάπλιτσα, είναι πρός τα ανατολικά, εκεί όπου σβήνει η οροσειρά του Πενταδάκτυλου, στη Καντάρα.
Πέρασα στα κατεχόμενα από το οδόφραγμα στο Πέργαμος, μετα την Πύλα, και φτάνοντας στο Λευκόνοικο, που οι Τουρκοι τώρα τό λένε Κετσίκαλε, έστριψα δεξιά, πέρασα από τον Αγιο Ανδρόνικο, καί έπιασα τον παραλιακό δρόμο που θα με οδηγούσε στον Δαυλό από την Ακανθού.
Στη φωτογραφία ο κ. Μυριάνθης βλέπει από το βουνό το χωριό του.
Filoftero blog spot
Περιστερονοπηγή
Αρχαιολογικοί Χώροι γύρω από το Χωριό
Γρωτήρι
Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Περιστερώνας και πήρε το όνομά της από τη μορφολογία της, έμοιαζε δηλαδή με ακρωτήρι. Ήταν ένα μακρόστενο υψίπεδο μήκους 1,5 χιλιομέτρου με πάρα πολλούς τάφους. Οι τάφοι αυτοί διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση λόγω του σκληρού πετρώματος της περιοχής. Οι πιο αξιοπρόσεκτοι ήταν οι λαξευτοί συνεχόμενοι τάφοι κατά μήκος των δυτικών παρυφών του υψιπέδου, που προκαλούσαν από μακριά δέος στους περαστικούς.
Η ανεύρεση στο Γρωτήρι ενός μικρού μέρους από βάση αγάλματος σφίγγας (475-400 π.Χ.) με την επιγραφή “τη θεά” αποδεικνύει την ύπαρξη ενός ναού. Πιθανότατα ο ναός αυτός θα ήταν αφιερωμένος στην αγαπημένη θεά όλων των Κυπρίων, την Αφροδίτη, της οποίας τα ιερά πτηνά, τα περιστέρια, έδωσαν και το όνομα στο χωριό. Δύο περιστέρια, ένα χρυσό και ένα πήλινο, βρέθηκαν σε αρχαίους τάφους μέσα στην κατοικημένη περιοχή του χωριού.
Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι η ζωτικότητα της περιοχής γύρω από το Γρωτήρι δικαιολογεί πλήρως την επιλογή του χωριού αυτού για τη λατρεία της θεάς. Αναφέρουμε τη Βρυσούα (πηγή νερού), το Βάρτα (όνομα ποταμού), τα Λιβάδκια (λιβάδια), το Λαγκάτο (πηγάδι με πολύ γλυκό νερό), τα περιβόλια, το δάσος με τους αόρατους και τα μυριστικά φυτά, όπως μας διηγούνται οι γέροντες του χωριού.
Τόσο το Γρωτήρι όσο και τα Γρωτήρκα, η εύφορη πεδιάδα γύρω, ήταν πάντα έρμαιο πολλών επώνυμων και ανώνυμων τυμβωρύχων και αρχαιοκάπηλων από γειτονικά χωριά. Αυτοί κατά διαστήματα εργάζονταν συστηματικά εκεί, για να βγάλουν με προσοχή τις αρχαιότητες. Τις καλοκαιρινές νύχτες μέχρι τα τελευταία χρόνια ακούγονταν οι θόρυβοι των μηχανικών μέσων που χρησιμοποιούσαν, για να ευκολύνουν το έργο τους.
Τράχωνας
Η περιοχή αυτή βρίσκεται βορειοανατολικά της Πηγής. Εδώ υπήρχαν πάρα πολλοί τάφοι μέσα στους οποίους οι χωριανοί αναφέρουν ότι έβρισκαν αγγεία με πλουμιά. Δυστυχώς όμως, τα έσπαζαν τις πιο πολλές φορές, γιατί δε γνώριζαν την αρχαιολογική τους αξία. Από τα αρχεία του Κυπριακού Μουσείου πληροφορούμαστε ότι το 1939 εντοπίστηκαν περισσότεροι από 100 συλημένοι τάφοι της Εποχής του Σιδήρου.
Πολύ κοντά στους τάφους αυτούς και το λόφο Καμηλοβουνός, γύρω στο 1950, ο Αντρέας Τσαγκάρης, προσπαθώντας να καλλιεργήσει πιο βαθιά το χωράφι του, έβγαλε από αυτό τρία αμάξια πελεκητές πέτρες, ορθογώνιες και τετράγωνες, οι οποίες ασφαλώς θα ήταν οικοδομικό υλικό κάποιου αρχαίου κτίσματος.
Στην ίδια περιοχή ο Λευτέρης Μολέσκης και ο πατέρας του βρήκαν τρία νομίσματα από τα οποία τα δύο είχαν πάνω ζωγραφισμένο δικέφαλο αετό.
Πέτρα η Στητή ή Πέτρα του Χατζηκακού
Η πέτρα αυτή είναι στημένη μέσα στο έδαφος της περιοχής Τράχωνας κοντά στο λόφο της Παχανής. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ο Χατζηκακός, γενάρχης της ομώνυμης οικογένειας του χωριού, βρήκε εδώ μεγάλο θησαυρό.
Φωτογραφίες :
Τάφοι στην περιοχή Παχανή (φωτ. Κυπριακού Μουσείου 1939)
Πέτρα η Στητή ή Πέτρα του Χατζηκακού στην περιοχή Τράχωνας της Πηγής (φωτ. Κυπριακού Μουσείου 1970)
Απο την ιστοσελίδα Περιστερονοπηγή
Έγκωμη – Αρχαιότητες
Ο αρχαιολογικός χώρος της Έγκωμης αποτελεί έναν από τους πλουσιότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Κύπρο. Η αρχαία αυτή πόλη βρίσκεται στην ανατολική ακτή της Κύπρου, περίπου 3 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Σαλαμίνας και στα δυτικά του σύγχρονου χωριού της Έγκωμης στην επαρχία Αμμοχώστου. Με την τουρκική εισβολή του 1974 ο χώρος βρίσκεται υπό την κατοχή των τουρκικών στρατευμάτων.
Οι πρώτες έρευνες στο χώρο έγιναν το 1896 από την αρχαιολογική αποστολή του Βρετανικού Μουσείου όταν αποκαλύφθηκε αριθμός τάφων οι οποίοι περιείχαν πλούσια κτερίσματα όπως: χρυσά αντικείμενα, αντικείμενα από ελεφαντοστό, σκαραβαίους και κυρίως Μυκηναϊκά αγγεία.
Το 1913 ο Sir John Myres μαζί με τον τότε Έφορο του Κυπριακού Μουσείου, M. Μαρκίδη, διεξήγαγαν σύντομη αρχαιολογική έρευνα στην Έγκωμη. Το 1930 η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή, υπό τη διεύθυνση του Καθ. E. Gjerstad, ανέσκαψε μεγάλο αριθμό τάφων οι οποίοι περιείχαν πλούσια κτερίσματα.
Το 1934 ο Γάλλος Καθ. Claude Schaeffer, ο οποίος τότε ανέσκαπτε τη θέση Ras-Shamra (αρχαία Ugarit στη Συρία), ξεκίνησε ανασκαφές στην αρχαία Έγκωμη για λογαριασμό του Académie des Incriptions et Belles-Lettres. Ο Schaeffer ήθελε να βρει στοιχεία που να αποδείκνυαν τις επαφές της Κύπρου με τη Συριακή ακτή. Εκτός από το ενδιαφέρον του για τους τάφους της Έγκωμης, ο Schaeffer ήθελε να ανακαλύψει την αρχαία πόλη στην οποία ανήκαν οι τάφοι, ίχνη της οποίας δεν είχαν μέχρι τότε αποκαλυφθεί. Τα αποτελέσματα της έρευνας του 1934 ήταν μεγάλης σημασίας. Αποκαλύφθηκε μεγάλων διαστάσεων κτίριο του 12ου αι. π.Χ. το οποίο ονόμασε ‘the House of the Bronzes’ (Οικία των Χάλκινων) λόγω του μεγάλου αριθμού χάλκινων αντικειμένων που βρέθηκε εντός του κτιρίου. Τα στοιχεία αυτά απέδειξαν ότι η αρχαία πόλη της Έγκωμης βρισκόταν στην ίδια περιοχή με τη νεκρόπολη.
Κατά την περίοδο 1946 – 1947 ο Schaeffer απεκάλυψε τμήματα των οχυρώσεων της πόλης και το 1948 κάλεσε το Τμήμα Αρχαιοτήτων για να συμμετάσχει στις ανασκαφές του αρχαιολογικού χώρου. Ο τότε έφορος του Κυπριακού Μουσείου Δρ. Π. Δίκαιος τοποθετήθηκε επικεφαλής της ομάδας του Τμήματος Αρχαιοτήτων.
Ο αρχαιολογικός χώρος δεν είναι ορατός από τη Σαλαμίνα και απλώνεται πίσω από ένα βραχώδες έξαρμα το οποίο απλώνεται στα δυτικά του σύγχρονου ομώνυμου χωριού, στην πλατιά πεδιάδα της Μεσαορίας. Η αρχαία αυτή πόλη αποτελεί την πρώτη και μεγαλύτερη σε έκταση πόλη που έχει συστηματικά ανασκαφεί στην Κύπρο και η ανασκαφική έρευνα μας έχει δώσει πολύ σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την ιστορία του νησιού κατά τη 2η χιλιετία π. Χ. Το υλικό που έχει έρθει στο φως εμπλουτίζει τις γνώσεις μας όσον αφορά την ιστορία της τέχνης του νησιού αλλά και για τις πολιτιστικές και οικονομικές επαφές του νησιού με άλλες περιοχές της Μεσογείου. Κατά την αρχαιότητα η Έγκωμη συνδεόταν με τη θάλασσα μέσω ενός πλωτού καναλιού το οποίο όμως βρίσκεται σήμερα επιχωματωμένο. Όπως και σε άλλες αρχαίες πόλεις της ίδιας περιόδου (βλ. Κίτιον), έτσι και η Έγκωμη διέθετε και λιμάνι.
Περί το τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού στην Έγκωμη υπήρχε μικρή γεωργική κοινότητα η οποία είχε διαδεχτεί τη σημαντική πόλη της Καλοψίδας που βρίσκεται στα δυτικά της Έγκωμης. Η φάση αυτή διακόπηκε γύρω στο 1750 όταν οι Υξώς (αρχαίος λαός που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη) εισέβαλαν στην Αίγυπτο όπου και παρέμειναν μέχρι το 1580 π.Χ. Παρόλο που οι Υξώς δεν έφθασαν ποτέ στην Κύπρο είναι πιθανόν ότι το ανατολικό τμήμα του νησιού είχε επηρεαστεί από τις δραστηριότητές τους και ίσως είναι για το λόγο αυτό που δεν έχουν βρεθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην Έγκωμη που να χρονολογούνται στο 17ο. π.Χ. μέχρι τις αρχές του 16ου αι. π.Χ.
Το 1550 π.Χ. ξεκινά μια περίοδος ακμής για την Έγκωμη η οποία φαίνεται να λειτουργούσε ως σημαντικό κέντρο εκμετάλλευσης και εξαγωγής χαλκού στην ανατολή και τη δύση. Γύρω στο 1400 π. Χ. οι Μυκηναίοι άρχοντες του Αιγαίου, εξαπλώνονται προς ανατολάς, στα μεγάλα εμπορικά κέντρα των ανατολικών και νότιων ακτών της Κύπρου. Από τα κέντρα αυτά διεξάγουν το εμπόριό τους με την ανατολική Μεσόγειο. Η παρουσία τους στην Έγκωμη φαίνεται από τα άφθονα Μυκηναϊκά αγγεία και άλλα αντικείμενα τα οποία έχουν βρεθεί ως κτερίσματα σε τάφους. Η ύπαρξη πλούτου στην Έγκωμη εκδηλώνεται με το μεγάλο αριθμό χρυσών ταφικών αντικειμένων τα οποία φανερώνουν τις επαφές της Έγκωμης με την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή και το Αιγαίο.
Οι τάφοι της πιο πάνω περιόδου έχουν ομοιότητες με τους τάφους του Κιτίου και της Ουγγαρίτ (Συρία) και είναι λαξευμένοι στο φυσικό βράχο μέσα στις εσωτερικές αυλές των οικιών. Οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες στο χώρο χρονολόγησαν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της πόλης σε μεταγενέστερη φάση από τους τάφους και έτσι πολλά από τα κατάλοιπα αυτά αφαιρέθηκαν.
Τα τέλη του 13ου αι. π. Χ συνδέονται με την άφιξη των πρώτων Αχαιών αποίκων. Είναι κατά την περίοδο αυτή που ανεγέρθηκαν τα κυκλώπεια τείχη και οι πύργοι της πόλης. Τα τείχη έχουν αποκαλυφθεί σε όλη τους την έκταση, αποκαλύπτοντας έτσι και το μέγεθος της αρχαίας πόλης. Η πόλη εκτινόταν 400μ από Β – Ν και 350μ από Α-Δ. Κατά την ίδια περίοδο τροποποιήθηκε η ρυμοτομική διαρρύθμιση της πόλης. Οι δρόμοι τοποθετήθηκαν σε ευθείες γραμμές οι οποίες τέμνονταν κάθετα με άλλους δρόμους. Επίσης δημιουργήθηκε μια πλακοστρωμένη ‘δημόσια’ πλατεία. Επιπλέον, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την ανέγερση μνημειακών δημόσιων κτιρίων με νέα αρχιτεκτονική μορφή. Το χαρακτηριστικό των κτιρίων αυτών είναι η ύπαρξη μεγάλων τετραγωνισμένων λαξευτών λίθων, στοιχείο πιθανόν που να παραπέμπει σε ανατολικά πρότυπα αφού τα βρίσκουμε και στην Ουγκαρίτ. Επίσης εμφανίζονται και Ελληνικά στοιχεία όπως η χρήση του Μυκηναϊκού ‘μεγάρου’.
Βρίσκεται πάνω στον 5ο δρόμο και ο Schaeffer το θεώρησε ως παλάτι Αχαιού αρχηγού. Το μήκος του ξεπερνά τα 40μ και είναι κτισμένο με μεγάλους τετραγωνισμένους λίθους κάποιοι από τους οποίους ξεπερνούν τα 3μ σε μήκος και 1,40μ ύψος. Το κτίριο αυτό καταστράφηκε στις αρχές του 12ου αι. π.Χ. και ξανακτίστηκε λειτουργώντας ως εργαστήριο χωρισμένο σε πολλά δωμάτια. Στην εσωτερική αυλή του κτιρίου 18 η Σουηδική αποστολή ανέσκαψε τον Τάφο 18 ο οποίος θεωρήθηκε ως πιθανός τάφος ενός από τους πρώτους Αχαιούς που κατέφθασαν στην Κύπρο.
Το Ιερό αυτό αποτελείται από μεγάλων διαστάσεων δωμάτιο το οποίο περιβάλλουν άλλα βοηθητικά δωμάτια. Aπό το κτίριο αυτό (το νότιο του τμήμα) προέρχεται το γνωστό χάλκινο αγαλματίδιο του ‘Κερασφόρου Θεού’ (σήμερα βρίσκεται στο Κυπριακό Μουσείο στη Λευκωσία). Οι ανασκαφική έρευνα που έγινε κάτω από το δάπεδο του ιερού απεκάλυψε αρχαιολογικά στρώματα που χρονολογούνται από το 16ο μέχρι τον 13ο αι. π. Χ.
Μεταξύ του 4ου και του 5ου δρόμου και ανατολικά της πλακοστρωμένης πλατείας είναι κτισμένο ακόμη ένα ιερό μέσα στο οποίο βρέθηκε το χάλκινο αγαλματίδιο του θεού ιστάμενου σε τάλαντο. Το ιερό αποτελείται από ένα μεγάλο δωμάτιο διαστάσεων 16 Χ 10μ που περιβάλλεται από βοηθητικά δωμάτια. Οι τοίχοι του κυρίως δωματίου φέρουν κτιστά έδρανα όπου οι πιστοί τοποθετούσαν τις λατρευτικές τους προσφορές.
Τάφοι
Η Έγκωμη είναι κατάσπαρτη από τάφους λαξευμένους στο φυσικό βράχο, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στις εσωτερικές αυλές των κτισμάτων. Υπάρχουν και κτιστοί τάφοι στα ανατολικά του ‘Ιερού του Κερασφόρου Θεού’. Δύο από τους τάφους αυτούς έχουν ορθογώνια κάτοψη και επίπεδες στέγες αποτελούμενες από λίθινη πλάκα. Μια λίθινη κλίμακα οδηγούσε στο ‘στόμιο’ του τάφου. Οι περισσότεροι τάφοι βρέθηκαν συλημένοι αλλά μπορούν να χρονολογηθούν στο 13ο αι. π. Χ. Ο τρίτος τάφος είναι θολωτός. Το κατώτερό του τμήμα είναι κτισμένο με λίθους ενώ το ανώτερο με ψημένους πλίνθους. Έχει ωοειδή κάτοψη και αποτελεί μοναδικό παράδειγμα στην Κύπρο. Χρονολογείται στο 13ο αι. π. Χ.
Με τις επιδρομές των ‘Λαών της Θάλασσας’ ξεκίνησε η παρακμή της Έγκωμης αν και δεν υπάρχουν στοιχεία που να φανερώνουν ότι έπαυσε να παίζει η πόλη αυτή, σημαντικό ρόλο στην οικονομική και πολιτική ζωή του νησιού. Η παραγωγή χαλκού εξακολούθησε να αποτελεί τη βασική οικονομική δραστηριότητα της πόλης. Το μεγάλο ‘παλάτι’ (Κτίριο 18) έχασε σταδιακά την αίγλη του αλλά το Ιερό εξακολούθησε να υφίσταται.
Στα τέλη του 11ου αι. π. Χ η Έγκωμη καταστράφηκε από σεισμό και οι κάτοικοι σταδιακά εγκατέλειψαν την πόλη. Το νέο πολιτιστικό, πολιτικό και καλλιτεχνικό κέντρο έμελλε να είναι η Σαλαμίνα.
Βιβλιογραφία:
Dikaios, P. 1969 and 1971, Egkomi: Excavations 1948 – 1958. Vols I – III. Mainz.
Τμήμα Αρχαιοτήτων
Η Παναγία του Καντσβώρ
Η εκκλησία της Παναγίας του Καντσβώρ ή της Καλούσας (από το ρήμα ganchel=καλώ) βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της περιτειχισμένης πόλης της Αμμοχώστου, σε ελάχιστη απόσταση από τα ερείπια της πολύ μεγαλύτερης εκκλησίας των Καρμελιτών.
Η παρουσία των Αρμενίων στην Αμμόχωστο χρονολογείται τουλάχιστον από την ίδρυση της Αρμενικής Επισκοπής το 12ο αιώνα· περί το 1360, η αρμενική παροικία της πόλης αριθμούσε 1.500 ψυχές. Επί Φραγκοκρατίας και Ενετοκρατίας (1192-1489-1570), στην Αμμόχωστο – μια από τις λαμπρότερες πόλεις της Ευρώπης – οι Αρμένιοι είχαν σημαντική συνεισφορά στο εμπόριο και διέθεταν τρεις εκκλησίες: του Αγίου Σεργίου, της Αγίας Βαρβάρας και της Παναγίας του Καντσβώρ, που πιστεύεται πως αποτελούσε τμήμα ενός σημαντικού μοναστικού, πολιτιστικού και θεολογικού ιδρύματος, στο οποίο σπούδασε ο Άγιος Νερσής ο Λαμπροναίος (1153-1198)· διέθετε επίσης σκριπτόριο, χειρόγραφα του οποίου σώζονται στην αρμενική Μονή του Αγίου Ιακώβου στην Ιερουσαλήμ. Υπάρχουν αναφορές και για μια τέταρτη εκκλησία, του Τιμίου Σταυρού, καθώς επίσης και μια αρμενοκαθολική της Παναγίας των Πρασίνων (de Vert).
Προσφύγες από την Κιλικία
Η σεμνή εκκλησία της Παναγίας του Καντσβώρ φαίνεται ότι κτίστηκε με αφορμή την άφιξη αρμενίων προσφύγων που διέφυγαν από τις επιθέσεις των Μαμελούκων στην Αιγαία της Κιλικίας το 1346. Η τεχνοτροπία της είναι παραδοσιακά αρμενική, ωστόσο η λιθοδομία της είναι κυπριακή. Θυμίζει ένα τετράγωνο φρούριο με ημιθολωτή αψίδα στα ανατολικά, ένα παρεκκλήσι στη βορειοανατολική πλευρά, σταυρόσχημη στέγη και κεντρικό σφηνόλιθο σε σχήμα λουλουδιού. Η στέγη είναι από οριζόντια γείσα, ενώ τα παράθυρα μικρά και αψιδωτά. Στους τοίχους υπήρχαν, σε κακή κατάσταση, αρμενικές τοιχογραφίες που απεικόνιζαν την Παναγία και το Χριστό, Αποστόλους και Πατριάρχες, την Ανάσταση του Ιησού, τη μαστίγωση του Κυρίου, τη μεταφορά του Σταυρού, τη σταύρωση και την ταφή του Χριστού, τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τη Θεία Γέννηση, τη Θεία Βάφτιση, τον Άγιο Γεώργιο, την Αγία Ελένη, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και την κοίμηση της Θεοτόκου. Κάποιες επιχείρησε να αποκαλύψει ο George Jeffery το Νοέμβριο του 1912. Μέχρι και λίγο μετά το 1862 υπήρχε επίσης ένα μικρό καμπαναριό.
Η εκκλησία χρησιμοποιείτο μέχρι και το 1571, όταν -μετά από μια 11μηνη πολιορκία- την πόλη κατέλαβαν οι Οθωμανοί με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Αμέσως μετά τη σφαγή των κατοίκων και τη λεηλάτηση και την ιερόσυλη βεβήλωση των δεκάδων εκκλησιών της, η περιτειχισμένη πόλη της Αμμοχώστου έγινε άβατο για τους μη-Μουσουλμάνους μέχρι και τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας (1878-1960).
H αναστήλωση της εκκλησίας
Μετά από μεσολάβηση του Αρχιεπισκόπου Πετρός Σαρατζιάν, μέσω του Μιχράν Σεβαζλιάν και του Δικηγόρου του Στέμματος Κασπάρ Αμιραγιάν, ο Έφορος Αρχαιοτήτων George Jeffery, έδειξε ενδιαφέρον για την εκκλησία και τον Ιούλιο του 1907 τοποθετήθηκε σιδερένια πόρτα και έγιναν μερικές συντηρήσεις, ενώ το Δεκέμβριο του 1907, μαζί με άλλες παρακείμενες εκκλησίες, περιλήφθηκε στον κατάλογο των αρχαίων μνημείων βάσει του Νόμου Αρχαιοτήτων IV/1905. Τον Ιανουάριο του 1931 έγινε εκκαθάριση των χαλασμάτων. Στις 15 Μαρτίου 1932 ξεκίνησε η αναστήλωση της εκκλησίας, η οποία ολοκληρώθηκε στα τέλη Νοεμβρίου. Κατά το διάστημα αυτό, ο Jeffery έκανε τακτικές επισκέψεις, ενώ ο Αμιραγιάν φαίνεται ότι εξέφρασε την άποψη πως το οικοδόμημα θα ήταν καλό να διατηρηθεί ως εθνικό μνημείο παρά ως εκκλησία.
Ωστόσο, λόγω της πληθυσμιακής αύξησης της αρμενικής παροικίας της Αμμοχώστου, ως αποτέλεσμα της Αρμενικής Γενοκτονίας, το ζήτημα προσέλκυσε την προσοχή της Αρμενικής Μητρόπολης Κύπρου. Στις 19 Απριλίου 1934 ο Συγκαθήμενος Καθόλικος (Πατριάρχης) του Μεγάλου Οίκου της Κιλικίας, Παπκέν Γκιουλεσεριάν, επισκέφθηκε την εκκλησία. Εκεί διέκρινε τον αρμενικό αρχιτεκτονικό ρυθμό της, τις τοιχογραφίες, το ιερό και το βαφτιστήρι στο βόρειο τμήμα της. Οι τοιχογραφίες δυστυχώς είχαν σχεδόν καταστραφεί, ενώ στη διάρκεια των αιώνων Αρμένιοι και άλλοι είχαν χαράξει τα ονόματά τους πάνω στους τοίχους. Είναι δε ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι, κατά την επίσκεψή του στην περιοχή, ο Παπκέν εντόπισε ένα χατσκάρ στο βορειοδυτικό τμήμα μιας εκκλησίας όχι μακριά από την εκκλησία της Παναγίας του Καντσβώρ.
Συμβόλαιο για εκμίσθωση
Μετά την επίσκεψή του, ο Παπκέν εξέφρασε την άποψη ότι θα έπρεπε η εκκλησία να δοθεί σους Αρμένιους. Έτσι, ο Αρχιεπίσκοπος Πετρός Σαρατζιάν ήρθε σε επαφή με το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Ωστόσο, απαιτούνταν 100 σελίνια για επιδιορθώσεις, τις οποίες δεν μπορούσε να διαθέσει η Μητρόπολη. Τελικά, συμφωνήθηκε η εκμίσθωση της εκκλησίας για περίοδο 99 ετών, με ονομαστικό ενοίκιο 5 σελίνια/έτος. Το συμβόλαιο υπογράφηκε στις 7 Μαρτίου 1936, με προϋπόθεση ότι οι £60 θα δίνονταν άμεσα για τις αναγκαίες επιδιορθώσεις. Τις £60 τελικά έδωσε ο ντόπιος γαιοκτήμονας Στεπάν Εραμιάν, ενώ το υπόλοιπο καλύφθηκε από εισφορές μελών της κοινότητας.
Μεταξύ 1937-1944 έγιναν διάφορες επιδιορθώσεις με την ιδιαίτερη φροντίδα του νέου Εφόρου Αρχαιοτήτων, Theophi-lus Mogabgab· λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το έργο προχωρούσε αργά. Τελικά, η πρώτη Λειτουργία τελέστηκε την Κυριακή, 14 Ιανουαρίου 1945 από τον Αρχιμανδρίτη Κρικόρ Μπαχλαβουνί (γνωστό και ως «Τοπάλ Βαρταμπέτ», πιθανότατα από τραυματισμό που υπέστη κατά την υπηρεσία του στην Αρμενική Λεγεώνα) με παρουσία πλήθους κόσμου. Στις 22 Απριλίου 1945 εδώ έγινε η επίσημη τελετή μνήμης της Γενοκτονίας, χοροστατούντος και πάλιν του Τοπάλ Βαρταμπέτ. Το 1947 ή το 1948 εδώ λειτούργησε ο Καθόλικος (Πατριάρχης) Καρεκίν Α’.
Η βάση του σταυρού δωρήθηκε το 1949 από την οικογένεια του Χαγκόπ Τζερετζιάν, ενώ το βαφτιστήρι από την οικογένεια του Χαγκόπ Νικολιάν. Η εκκλησία γιόρταζε την τρίτη Κυριακή του Μάη, αλλά και στις άλλες γιορτές της Παναγίας και λειτουργούσε μερικές φορές το χρόνο. Ωστόσο, καθώς η εκκλησία ήταν μακριά από τα Βαρώσια, στα οποία κατοικούσαν οι Αρμένιοι της Αμμοχώστου, το χειμώνα οι Λειτουργίες τελούνταν συνήθως στο ενοικιαζόμενο κτίριο του Αρμενικού Σχολείου Αμμοχώστου.
Σε τουρκικό γκέτο
Στις 8 Μαρτίου 1957 η εκκλησία κάηκε από εξτρεμιστές Τουρκοκύπριους, που τη διέρρηξαν και προκάλεσαν ζημιές £300-£400. Το γεγονός αυτό έκανε τη Μητρόπολη να ζητήσει μια άλλη εκκλησία, κάτι που οι αποικιακές αρχές αρνήθηκαν. Τελικά, από το 1962 και μετά από παραχώρηση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, η παροικία της Αμμοχώστου χρησιμοποιούσε την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στα Κάτω Βαρώσια, ενώ για τις σημαντικές Λειτουργίες χρησιμοποιόταν η εκκλησία το Αγίου Ιωάννη. Από τον Ιανουάριο του 1964, μετά την εκδήλωση της τουρκοκυπριακής ανταρσίας, η περιτειχισμένη πόλη κατέστη τουρκικό γκέτο και απροσπέλαστη για τους Χριστιανούς, ενώ τον Αύγουστο του 1974 καταλήφθηκε από τους τούρκους εισβολείς, όπως και η υπόλοιπη πόλη της Αμμοχώστου. Κατά την περίοδο 1964-2005, όταν πλέον αποχαρακτηρίστηκε από «στρατιωτική περιοχή», χρησιμοποιήθηκε ως οικία, στάβλος, πυριτιδαποθήκη, οπλαποθήκη και αποθήκη προμηθειών.
Λεηλατημένη, βουβή και αλειτούργητη, περιμένει υπομονετικά την επιστροφή των νόμιμων ιδιοκτητών της, μαζί με το ερειπωμένο Αρμενομονάστηρο (Μονή Αγίου Μακαρίου) στη Χαλεύκα και την (υπό επιδιόρθωση) εκκλησία της Παρθένου Μαρίας στην παλιά Λευκωσία.
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
Τεύχος: Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011
Armenia. Gr
Βάσος Καραγιώργης
Βάσος Καραγιώργης: Μια Ολόκληρη Ζωή στην Κυπριακή Αρχαιολογία
Ο Βάσος Καραγιώργης διετέλεσε για 26 χρόνια διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και από το 1992 μέχρι το 1996 καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Οι δημοσιεύσεις του σε άρθρα και βιβλία καταλαμβάνουν σημαντική θέση στη διεθνή βιβλιογραφία. Είναι Ξένος Εταίρος της Ακαδημίας Αθηνών και έχει λάβει διακρίσεις από πολλά ξένα πνευματικά και επιστημονικά ιδρύματα. Τον Μάϊο του 2008 ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας του απένειμε τον Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής. Οι δημοσιεύσεις του σε άρθρα και βιβλία καταλαμβάνουν σημαντική θέση στη διεθνή βιβλιογραφία.
“… Σε όλη μου τη ζωή ασχολήθηκα με αντικείμενα, που όταν τα έπιανα στα χέρια μου νόμιζα πως είχαν ψυχή, τα χάιδευα και τα ενθάρρυνα να μου πουν τα μυστικά τους, να μου μιλήσουν από μόνα τους, χωρίς τη βοήθεια θεωριών και μοντέλων”, γράφει ο Βάσος Καραγιώργης ……….
Η αυτοβιογραφία του Βάσου Καραγιώργη «ρίχνει φως στις μικρές και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της ζωής του δρος Καραγιώργη, που συνθέτουν το πορτρέτο ενός δυναμικού και αφοσιωμένου ανθρώπου που εξακολουθεί ακατάπαυστα να εργάζεται για την έρευνα και την προώθηση του κυπριακού πολιτισμού» ……….
Ως διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων εφάρμοσε μια φιλελεύθερη πολιτική για τις ξένες αρχαιολογικές αποστολές στην Κύπρο, γεγονός που ανήγαγε την Κυπριακή Αρχαιολογία σε διεθνή επιστημονικό κλάδο.
Ο Β. Καραγιώργης γεννήθηκε το 1929, στο κατεχόμενο σήμερα χωριό Τρίκωμο. Φοίτησε με υποτροφία στο Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία και το 1948 έφυγε με υποτροφία για σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, μετά από μια μικρή περίοδο φοίτησής του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όταν επέστρεψε, το 1952, διορίστηκε βοηθός έφορος του Κυπριακού Μουσείου και άρχισε ανασκαφές στη Σαλαμίνα και αλλού. Το 1960 διορίστηκε έφορος του Κυπριακού Μουσείου, το 1963 αναπληρωτής διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων και το Φεβρουάριο του 1964 διορίστηκε επίσημα στη θέση του διευθυντή, την οποία διατήρησε για είκοσι έξι χρόνια. Αφυπηρέτησε το 1989, μετά από υπηρεσία τριάντα επτά χρόνων στο Τμήμα Αρχαιοτήτων.
( απο το βιβλίο : μια ολόκληρη ζωή στην Κυπριακή Αρχαιολογία
…εικονίζεται ο Βάσος Καραγιώργης με τον αείμνηστο φίλο του Σουηδό Einar Gjerstad . O Gjerstad , ο αρχηγός το 1923 της Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής-της πρώτης οργανωμένης προσπάθειας για ανασκαφές στην Κύπρο με επιστημονικό τρόπο- έθεσε τις βάσεις για τη μελέτη της Κυπριακής Προϊστορίας.
Ο Βάσος Καραγιώργης γράφει ότι το 1974 ο Gjerstad πώλησε το εξοχικό του σπίτι στο Lund της Σουηδίας , την μοναδική περιουσία που κατείχε, και έστειλε τα χρήματα για τη βοήθεια των Ελληνοκυπρίων προσφύγων.
«Αν γνώριζε ο Ηρόδοτος τον Einar Gjerstad θα τον συμπεριλάμβανε στην ομάδα εκείνων, που όπως ο ίδιος λέει, είναι πάντοτε νέοι». )
Σαλαμίνα
Πάνω στο κύμα και σε μεγάλη έκταση γης ανακαλύφθηκε πριν από 63 χρόνια η περίφημη πρωτεύουσα της αρχαίας εποχής στην Κύπρο, η Σαλαμίνα! Η μεγαλόπρεπης και περίφημη ανά τους αιώνες πόλη, αν και καταστράφηκε από τους σεισμούς και λεηλατήθηκε μετά την τουρκική Εισβολή με παράνομες ανασκαφές που βρίσκονται σε εξέλιξη μέχρι και σήμερα, θεωρείται ο σπουδαιότερος αρχαιολογικός χώρος της Κύπρου μαζί με την Πάφο. Εκεί βρίσκεται ένα θαυμάσιο υπαίθριο θέατρο, εφάμιλλο με εκείνο της Επιδαύρου καθώς και το περίφημο Γυμνάσιο με τις χαρακτηριστικές κολώνες του, αλλά και τεράστιος όγκος αρχαιολογικών ευρημάτων μέσα από τους αμέτρητους τάφους που ανασκαφήκαν. Η Σαλαμίνα για χίλια χρόνια υπήρξε η πρωτεύουσα της Κύπρου και το βασίλειό της το σημαντικότερο από τα δώδεκα βασίλεια που υπήρχαν σε ολόκληρο το νησί. Στη Σαλαμίνα βασίλευαν περίφημοι βασιλείς μεταξύ των οποίων ο Ευαγόρας ο Α΄(435-374 π.X.), όπου συμφώνα με τον Ισοκράτη, ήταν «άξιος να βασιλεύει όχι μόνο της Σαλαμίνας, αλλά και της Aσίας όλης».
Η παράδοση, οι κατακτητές και οι μετονομασίες της πόλης.
Σύμφωνα με την παράδοση ο ιδρυτής της πόλης Τεύκρος, υιός του βασιλιά της Ελλαδικής Σαλαμίνας Τελαμώνα, έφθασε στην Κύπρο ύστερα από το τέλος του τρωικού πολέμου και εγκαταστάθηκε στην Κύπρο, γιατί ο πατέρας του δεν του επέτρεψε να επιστρέψει στην πατρίδα του, επειδή δεν προφύλαξε τον αδελφό του Αίαντα από την αυτοκτονία.
Ειναι εδω που συμφωνα με την τραγωδια του Ευριπίδη (485 π.Χ. – 406 π.Χ.) “Ελενη” ο μυθικός Τευκρος αναφωνει:
«Eς γην εναλίαν Kύπρον ου μ εθέσπισεν οικείν Aπόλλων, όνομα νησιωτικόν Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας»
Ελεύθερη Μεταφραση: <<Στη θαλασσινή Κύπρο, όπου μου όρισε ο Απόλλων να κατοικώ, δίνοντάς της το νησιώτικο όνομα Σαλαμίνα ως ανάμνηση εκείνης της πατρίδας μου >>
Στύλλοι
Σημερα πηγαίνουμε στο Χωριό ΣΤΥΛΛΟΙ 16/148 της Επαρχίας Αμμοχωστου.
Οι Στύλλοι ήταν ένα όμορφο κι γραφικό χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου και βρίσκεται κοντά στον αρχαιολογικό χόρο της Αλάσιας, της Έγκωμης και το μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα.
Μέχρι το 1964 οι Στύλλοι ήταν μεικτό χωριό ενώ ακολούθως (με τις διακοινοτικές συγκρούσεις) μετατράπηκε σε αμιγές Ελληνοκυπριακό. Πριν από την εισβολή ο αριθμός των κατοίκων του χωριού ανερχόταν στους 1000.
Το χωριό πήρε το όνομα του από τους ” στύλλους ” (κολόνες ), κατάλοιπα του παλαιού υδραγωγείου που μετέφερε νερό από την Κυθρέα στη Σαλαμίνα. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, το χωριό οφείλη το όνομα του στους ” στύλλους ” που ο Ευαγόρας , βασιλιάς της Σαλαμίνας κατά τον 5 ο – 4 ο αιώνα π.Χ., είχε τοποθετήσει στην περιοχή για να τους χρησιμοποιήσει για την επέκταση της πρωτεύουσας του βασιλείου του.
Στο ελληνικό Δημοτικό Σχολείο που λειτουργούσε εδώ πριν την τουρκική εισβολή φοιτούσαν κατά το σχολικό έτος 1973-74 84 μαθητές.
Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με τη γεωγροκτηνοτροφία ενώ κάποιοι απασχολούνταν στη γειτονική Αμμόχωστο. ‘Οσον αφορά στην γεωργία, καλλιεργούσαν κυρίως σιτάρι, κριθάρι και βαμβάκι καθώς το χωριό είναι πεδινό, αφού ανήκει στην πεδιάδα της Μεσαορίας. Στους Στύλλους υπήρχε Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία η οποία αγόραζε τα γεωργικά προϊόντα. Στο χωριό υπήρχε επίσης Συνεργατικό Παντοπωλείο.
Τα σπίτια του χωριού ήταν κτισμένα με πλιθάρι και χαρακτηρίζονται από τον πατροπαράδοτο ηλιακό με καμάρες. Τελευταία, ωστόσο, οι οικίες κτίζονταν σύμφωνα με τη μοντέρνα αρχιτεκτονική. Στις δύο πλευρές του δρόμου Λευκωσίας – Αμμοχώστου, ο οποίος διέσχιζε το χωριό , βρίσκονταν 5 – 6 καφενεία. Στην πλατεία του χωριού πρέσβευε ο ανδριάντας του ήρωα Θεοδόση Χατζηθεοδοσίου που είχε λάβει μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα του 1955 – 9 ενώ λίγο πιο πέρα βρισκόταν περιτριγυρισμένο από ευκαλύπτους το δημοτικό σχολείο.
Οι γυναίκες του χωριού ασχολούνταν στο σπίτι και στο φούρνισμα ψωμιών, ενώ βοηθούσαν επίσης στην καλλιέργια των χωραφιών . Η εκκλησία των Στύλλων ήταν αφιερομένη στον Προφήτη Ηλία , του οποίου η γιορτή τιμόταν στις 20 Ιουλίου με μεγάλη πανήγυρη στην οποία μαζεύονταν και κάτοικοι από τα γειτονικά χωριά.
Το χωριό είχε κατοικηθεί από την αρχαιότητα και έχουν βρεθεί διάφορα αντικείμενα μεταξύ των οποίων μια κεφαλή αγάλματος που σήμερα βρίσκεται στο Κυπριακό Μουσείο. Στο χωριό βρίσκεται επίσης το περίφημο μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα.
Από τους Στύλλους περνούσε γραμμή του κυπριακού κυβερνητικού σιδηρόδρομου- από το χωριό περνούν επίσης δύο από τους μεγαλύτερους ποταμούς της Κύπρου, ο Πηδιάς και ο Γιαλιάς.
Συνέπειες Τουρκικής Εισβολής: Κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, η κοινότητα καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό με αποτέλεσμα να εκτοπιστούν όλοι οι Έλληνες κάτοικοι της. Έκτοτε, οι τουρκικές δυνάμεις κατοχής και η παράνομη κατοχική διοίκηση εμποδίζουν την επιστροφή τους.
Άσσια – Άσκια
Ταξιδεύουμε σημερα στην Μεσαορία και στο Χωριό ΑΣΣΙΑ – ΑΣΚΙΑ 15/148 της Επαρχίας Αμμοχωστου.
Η Άσκια (Ασσια) είναι μεγάλη αμιγώς ελληνική κοινότητα του κατεχόμενου τμήματος της Επαρχίας Αμμοχώστου.
Το χωριό όπου γεννήθηκε ο Άγιος Σπυρίδωνας, αποτελείται από δύο ενορίες, την “πάνω γειτονιά” του Αγίου Ιωάννη και την “κάτω” του Αγίου Γεωργίου.
Το όνομα του χωριού προέρχεται κατά μια εκδοχή από την λέξη “σκιά” και το στερητικό “α”, δηλαδή “Ασκια”, από το άδεντρο και άσκιο της περιοχής. Τα δέντρα ήταν πάντα πολύ λίγα και δεν υπήρχε σκιά. Η περιοχή ήταν άσκια (χωρίς σκιά), σιγά-σιγά δε με κάποια παραφθορά συνήθη στην κυπριακή διάλεκτο σε όμοιους φθόγγους, έγινε Άσσια
Γεωγραφική Θέση: Βρίσκεται 31 χλμ δυτικά της πόλης της Αμμοχώστου και 22 χλμ ανατολικά της πόλης της Λευκωσίας, στη γεωγραφική περιφέρεια Μεσαορίας, σε υψόμετρο 60M. Στη βόρεια πλευρά της Άσσιας εκτείνεται “ο κάμπος” κατά τους Ασσιώτες, δηλαδή η εύφορη, επίπεδη, πεδιάδα της Μεσαορίας, με τα λιγοστά δέντρα. Ο κάμπος, ποτίζεται από τον ποταμό Γιαλιά που τη γεμίζει με πλούσιες προσχώσεις. Στα νότια του χωριού επεκτείνεται ο “Τράχωνας”, γη λιγότερο γόνιμη, όπου η γη είναι πετρώδης, και δεν βρέχεται από ποτάμι αλλά ποτίζεται μόνο από τη βροχή και με πηγάδια. Εδώ σπέρνεται κυρίως κριθάρι και βόσκουν τα πρόβατα. Εδώ βρίσκονται και τα περβόλια που παράγουν πλούσια και καλής ποιότητας λαχανικά.
Πληθυσμός: Ο πληθυσμός της κοινότητας αυτής το 1960 ανερχόταν σε 2209 κατοίκους, όλοι Έλληνες. Ο πληθυσμός της το 1973 υπολογιζόταν σε 2734 κατοίκους.
Χριστιανικοί Ναοί: Στα όρια της κοινότητας αυτής βρίσκονται οι εκκλησίες Παναγίας, Αγίου Γεωργίου και Τιμίου Προδρόμου καθώς και το εξωκλήσι Αγίου Σπυρίδωνα.
Σχολεία: Στο ελληνικό Δημοτικό Σχολείο που λειτουργούσε εδώ πριν την τουρκική εισβολή φοιτούσαν κατά το σχολικό έτος 1973-74 372 μαθητές.
Συνέπειες Τουρκικής Εισβολής: Κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, η κοινότητα καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό με αποτέλεσμα να εκτοπιστούν όλοι οι Έλληνες κάτοικοι της. Έκτοτε, οι τουρκικές δυνάμεις κατοχής και η παράνομη κατοχική διοίκηση εμποδίζουν την επιστροφή τους
1920
1920
Κατάληψη της Οδησσού από τον Κόκκινο Στρατό
Ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη
Οι γυναίκες αποκτούν δικαίωμα ψήφου στις Ηνωμένες Πολιτείες
Ο Κεμάλ Ατατούρκ κηρύσσει στρατιωτικό νόμο
Ο Πάντσο Βίλα αποσύρεται από την επαναστατική του δράση στο Μεξικό
Με τη Συνθήκη των Σεβρών αναγνωρίζεται η προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία
Κυκλοφορεί στο Βαρώσι η πολιτική εφημερίδα «Κύπρος»,
με εκδότη και διευθυντή τον Λούη Γεωργίου Λοΐζου,
που εξέδιδε επίσης και την εβδομαδιαία εφημερίδα «Η Μικρούλα»
Ο σερ Μάλκολμ Στήβενσον διορίζεται ως Ύπατος Αρμοστής της Κύπρου